ΔΥΟ ΑΦΕΝΤΡΕΣ, 2ο ΜΕΡΟΣ
Βγαίνοντας από το υπόγειο είχε βροχούλα. Κατευθυνθήκαμε προς κοντινό γαμιστροξενοδοχείο. Φορούσε μπλούζα ζιβάνγκο, μπουφάν, τζίν παντελόνι κι απ’ έξω μαύρες μυτερές μπότες δερματίνης, αρκετά εφαρμοστές, με λεπτή σόλα και λεπτό ψηλούτσικο τακούνι. Περπατώντας πιάσαμε κουβέντα.
Εγώ: Μαζί δουλεύετε;
Κοπέλα: Ναι. Η Μ. βρίσκει τους πελάτες.
Ε.: Και πώς το κάνετε ακριβώς.
K.: Κάνουμε τα παιχνίδια που θέλουν και μετά τους κάνουμε σάντουιτς (γέλια).
Ε.: Δηλαδή τι σάντουιτς;
K.: Εγώ κάθομαι στο κρεβάτι μ’ ανοιχτά τα πόδια και με γλείφουν, η Μ. τους ξεσκίζει από πίσω και τους ξευτιλίζει στα μπινελίκια κι αυτοί τον παίζουν μέχρι να χύσουν.
Ε.: Εσύ χύνεις;
K.: Όχι πάντα. Αλλά με καυλώνει πολύ η φάση. Η Μ. το κάνει πολύ καλά γιατί το ‘φχαριστίεται.
Ε.: Η Μ. χύνει;
K.: Η Μ. χύνει μετά όταν μείνουμε μόνες. Έχουμε σχέση ξέρεις.
Ε.: Έλα! Σου αρέσει;
K.: Με τη Μ. αγαπιόμαστε, με προσέχει, μου μαθαίνει πράγματα…Έχουμε πολύ συναισθηματική σχέση.
Ε.: Με άντρες πας;
K.: Παληότερα είχα κάποιες σχέσεις, αλλά δεν λειτουργούσα καθόλου καλά και νόμιζα ότι έχω πρόβλημα. Μετά κατάλαβα ότι μου αρέσουν μόνο οι γυναίκες. Η Μ. με βοήθησε να το καταλάβω. Δεν πάμε με άντρες, μόνο να μας γλείφουν καθόμαστε, τίποτε άλλο. Το συναισθηματισμό που έχουμε με τη Μ. δεν τον βρίσκεις με άνδρες. Μόνο ταλαιπωρίες έχω να θυμάμαι. Είστε λίγο γουρούνια, δεν μας καταλαβαίνετε, γι αυτό κι εμείς…
Ε.: Μάλλον δεν γνώρισες τους κατάλληλους άνδρες.
K.: Μωρέ στο βάθος όλοι ίδιοι είστε.
Το ζήτημα σήκωνε συζήτηση. Σκέφτηκα πόσες φορές την είχα κάνει με φίλες και τις είχα κατατροπώσει. Ένα κομμάτι του εαυτού μου ήταν έτοιμο να βάλει μπροστά την αντεπίθεση. Ένα άλλο (που ευτυχώς κυριάρχησε) έκρινε ότι αυτά ήταν πολύ αφροδισιακά. Μ’ έφτιαξε, παρότι μιλούσε ήρεμα, κομψά, αλλά γοητευτικά. Και καθώς σκεφτόμουν αυτά, έβλεπα τις μπότες της να έχουν πιτσιλισθεί όμορφα από τα λασπόνερα του δρόμου. Περπατούσε άνετα, δεν φοβόταν μήπως τις λερώσει, πατούσε παντού μ’ αυτοπεποίθηση.
Ε.: Κάνεις κι άλλη δουλειά;
K.: Δουλεύω κανονικά σε μαγαζί πωλήτρια. Αυτό το κάνω για συμπλήρωμα, δεν είναι κάθε μέρα. Όποτε έχω όρεξη. (Λίγο αμήχανα) Σου είπε η Μ. ότι εγώ παίρνω 70;
Ε.: Όχι, αλλά εντάξη.
Σκέφτηκα ότι το εικοσάρι θα ήταν για τη μεσάζουσα Μ. Και κανένα 30άρι με το ξενοδοχείο, πάει το κατοστάρικο. Αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια.
Είχαμε μία μόνο ομπρέλα (τη δική μου) και κάποια στιγμή μ’ έπιασε αγκαζέ. Όποιος μας έβλεπε θα νόμιζε είμαστε ζευγάρι. Θυμήθηκα ότι είχαμε ήδη κάτι που μας είχε ενώσει. Τα γελάκια μας από τη συμπεριφορά τής Μ.
Ε.: Καλά, έτσι κάνει πάντα η Μ.; Δεν μας άφησε σε ησυχία!
K.: (ψιλογελώντας). Ε, δεν της αρέσει να την απορρίπτουν. Σε ποιά γυναίκα αρέσει. Της την έσπασες.
Ε.: Μωρέ, δεν μπορώ τις χοντρές.
K.: Κι όμως σε πολλούς αρέσει. Και να με πάρεις να φύγουμε! δεν μ’ έχει ξαναφήσει.
Ε.: Γιατί; Μην χάσει τα φράγκα;
K.: Όχι δεν έχουμε τέτοια. Φοβάται μη μου κάνουν τίποτα. Φαίνεται εσένα σ’ εμπιστεύτηκε. Αλλά μου είπε να της τηλεφωνήσω κι όταν φτάσουμε κι όταν τελειώσουμε. Δεν ξέρεις τι τρέλα κυκλοφορεί.
Ε.: Δηλαδή εσύ φοβάσαι τώρα;
K.: Όχι.
Είχα αρχίσει να αισθάνομαι σαν τον Σταύρο Θεοδωράκη που κάνει ρεπορτάζ για την πορνεία, όταν φτάσαμε σιγά – σιγά στο ξενοδοχείο. Ανεβήκαμε στο δωμάτιο. Ευρύχωρο, καθαρό. Υπήρχε μια μικρή αμηχανία που την έσπασε η ίδια με νάζι, λες και γνωριζόμαστε χρόνια.
K.: Δεν έχουμε ούτε αξεσουάρ, ούτε τίποτα εδώ. Φαγώθηκες να φύγουμε.
Δεν απάντησα, αισθάνθηκα λίγο ένοχος. Έβαλα τέρμα το air condition, έψαξα στην τηλεόραση για κάτι πιό πικάντικο. Βρήκα φιλμάκι με γλειφομούνι. Εδώ είμαστε σκέφτηκα και το άφησα εκεί. Προσπαθούσα να φτιάξω ατμόσφαιρα να αισθανθεί άνετα. Χαμήλωσα τα φώτα.
Ε.: Θες να πιείς κάτι, να παραγγείλουμε;
K.: Όχι, αλλά αν θες εσύ...
Ε.: Εντάξη είμαι εγώ.
Σκεφτόμουν να μην καθυστερούμε εξ αιτίας μου. Δεν είχα ιδέα πόσο θα κάτσουμε. Εν τω μεταξύ είχε αράξει σε μια μεγάλη πολυθρόνα με φαρδυά μπράτσα.
K.: Ωραία είναι ‘δω, αλλά δεν βλέπω την τηλεόραση.
Ξύπνησε ο ιππότης μέσα μου κι άρχισα αμέσως να τραβολογάω το έπιπλο της τηλεόρασης μέχρι να το στρέψω μπροστά της. Δεν ήταν εύκολο, φύγαν όλα τα καλώδια, έσβησε και το γλειφομούνι!
K.: (Γελώντας και με γλυκύτητα) Θα τα γκρεμίσεις όλα!
Ε.: (Με ηρωικό ύφος) Και πού’ σαι ακόμα!
Με τα πολλά τα ξανάφτιαξα. Τώρα το φιλμάκι είχε προχωρήσει σε δυνατό φάσωμα. Φτου! άσχετο σκέφτηκα, αλλά ήδη περνούσε η ώρα και είμασταν ακόμη όπως μπήκαμε. Εν τω μεταξύ καθυσήχασε την Μ. τηλεφωνικώς ότι φτάσαμε και όλα καλά.
K.: Εντάξη είναι, άστην τώρα (την t.v.).
Ε.: Βιάζεσαι;
K.: Δεν βιάζομαι, αλλά δεν θα ξημερώσουμε κιόλας. Πρέπει να γυρίσω στη Μ.
Σηκώθηκε κι άρχισε να γδύνεται. Άρχισα να γδύνομαι κι εγώ. Έπεσε σιωπή. Η κοπέλα το είχε το αυταρχικό αλλά ήταν κάπως άβγαλτη. Φαίνεται ότι είχε μάθει να λειτουργεί σε δεύτερο ρόλο, έχοντας σαν πρωταγωνίστρια τη Μ. Σκεφτόμουν ότι έπρεπε μάλλον εγώ να κατευθύνω τα πράγματα, αλλά με τρόπο που να νομίζει ότι αυτή τα κατευθύνει και το κυριώτερο να νομίζω κι εγώ ότι αυτή τα κατευθύνει. Έπρεπε να εκμαιεύσω την αφέντρα που είχε μέσα της και να ξεγελάω και τον εαυτό μου ταυτόχρονα. Δύσκολο μου φαινόταν, αλλά το είχα ξανακάνει. Δεν ήταν επαγγελματίας. Δεν ζήτησε καν τα λεφτά μπροστά. Το κλίμα πάντως ήταν χαλαρό. Αφού γδύθηκε έμεινε με κάτι κοντά καλσονάκια. Τα νύχια των ποδιών της ήταν άβαφα. Τεράστια τα στήθη της λίγο κρεμασμένα από το βάρος, παρόλη τη νιότη της. Το μουνάκι της ξυρισμένο τελείως, σαν δέρμα μωρού. Το σώμα της ομοιόμορφα γεματούτσικο αλλά σφιχτό και λευκό. Κοιτώντας με περιπεκτικά άρχισε να ξαναβάζει τις μπότες της.
K.: Αφού τις παράγγειλες...
Ε.: Είναι ωραίες, σου πάνε. (Λες κι αυτός ήταν ο λόγος)
Φορώντας τώρα μόνο τις υγρές της μπότες, κάθεται ξανά στην πολυθρόνα βάζει το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο κι ανάβει τσιγάρο. Τα βαμένα ξανθά μαλλία της έπεφταν σπαστά μέχρι τους ώμους της. Εγώ είχα μείνει μόνο με το σλιπ, όρθιος μπροστά της. Τα καστανά της μάτια με το έντονο σκούρο μακιγιάζ με εξέταζαν με διαπεραστικό βλέμμα από την κορφή ως τα νύχια. Σ’ αυτόν τον έλεγχο αξιολόγησης στάθηκα με αυτοπεποίθηση. Την περίοδο εκείνη ήμουν στα ιδανικά μου κιλά και περισσότερο γυμνασμένος από ποτέ. Δεν χρειαζόταν ούτε καν την κοιλιά μου να ρουφήξω. Οι σκέψεις μου ήταν ανάμεικτες, μεταξύ του: ‘Λες να εκτιμήσει ερωτικά το ανδρικό σώμα;’ και μεταξύ του: ‘Πώς αρχίζουμε τώρα;’.
(Συνεχίζεται)