ΔΥΟ ΑΦΕΝΤΡΕΣ, 5ο ΜΕΡΟΣ
Τις επόμενες μέρες τα γδαρσίματα στους ώμους, μού θύμιζαν το τί είχαμε κάνει με την Κ. Είχα μπόλικο υλικό για κατ’ οίκον ‘εργασία’. Ευτυχώς με τα χειμωνιάτικα ρούχα δεν τα έβλεπε κανείς. Υπήρχε κι ένας ελαφρύς πόνος εκεί, στους μίες που ήταν από κάτω και είχαν τραυματιστεί από την πίεση των τακουνιών της. Μόλις βρήκα την ευκαιρία, βγήκα στην αγορά για να πάρω αυτά που μου ζήτησε, έναν δονητή κι ένα μαστίγιο.
Ο δονητής αλλά και ο πόνος γενικότερα δεν ήταν από τα αγαπημένα μου. Πριν τα δοκιμάσω τα είχα έντονα στις φαντασιώσεις μου. Με διέγειρε η αίσθηση της υποταγής, αλλά τις φαντασιώσεις αυτές τις είχα αναπτύξει αυθαίρετα πολύ στο μυαλό μου. Όταν τις δοκίμασα μου άρεζαν λίγο στην αρχή και μόνο όταν γινόταν ελαφρά. Μόλις όμως περνούσαν αυτό το μικρό όριο, γινόντουσαν δυσάρεστες. Αυτό με προβλημάτισε τότε. Διασπίστωσα ότι και οι φαντασιώσεις είναι όπως όλα τα όνειρα ζωής. Συχνά αλλιώς περιμένεις κάτι κι αλλιώς σου βγαίνει. Και διαπίστωσα ότι είναι καλό να δοκιμάζουμε αμέσως όλες τις φαντασιώσεις μας, προκειμένου να διαμορφώσουμε σύντομα την σεξουαλική μας ταυτότητα. Αλλιώς, μπορεί να καλλιεργήσουμε στο μυαλό μας μια σεξουαλική ταυτότητα που δεν είναι αληθινή.
Μια περίοδο είχα κολλήσει τόσο σε ζώρικες φαντασιώσεις, που όλα τα υπόλοιπα είχαν ατονίσει. Μόλις πήγα να τις δοκιμάσω δεν τις άντεξα και τότε άρχισαν τα δύσκολα, γιατί το μόνο που μπορούσε τότε να με διεγείρει ήταν αυτές οι φαντασιώσεις. Μόλις τις έφερνα όμως στο μυαλό μου, θυμόμουν τη δυσαρέσκεια που μου προκάλεσαν και η διέγερση έφευγε, χωρίς να έχω άλλο πιάσιμο διέγερσης, αφού όλα τ’ άλλα τα είχα αδρανοποιήσει. Βρέθηκα λοιπόν σ’ ένα κενό ερεθισμάτων διέγερσης, που μου πήρε κάποιο καιρό για να το ξεπεράσω.
Μ’ αυτές τις σκέψεις αποφάσισα να πάρω τα πιο light παιχνίδια. Γύρισα όλα τα sex shop για να βρώ έναν μικρό και κυρίως τον πιο λεπτό δονητή με λουριά. Τελικά πήρα έναν τόσο λεπτό που το προφυλακτικό δεν στεκόταν! Κι από μαστίγιο διάλεξα ένα τύπου ιππασίας (δεν ήξερες, δεν ρώταγες;). Πήρα κι ένα λιπαντικό.
Τηλεφώνησα για ένα καινούργιο ραντεβού. Θα βρισκόμασταν πάλι στο σπίτι της Μ. πριν πάμε με την Κ. στο ξενοδοχείο. Έφθασα πρώτος και περιμένοντας την Κ. (που άργησε) πιάσαμε κουβέντα με τη Μ. Είμασταν πιό άνετοι, αφού το τοπίο μεταξύ μας ήταν πλέον ξεκάθαρο, μόνο ...‘φίλοι’. Αφού μου γκρίνιαξε ότι την προηγούμενη φορά είχαμε αργήσει να γυρίσουμε, συνέχισε περί ανέμων και υδάτων. Άρχισα τις συνήθεις ερωτήσεις μου για να δω πώς σκέφτεται μια τέτοια γυναίκα. Το συμπέρασμα από την κουβέντα μας ήταν ακριβώς το ίδιο, όπως και με όλες τις γυναίκες που είναι επαγγελματίες του sex. Στα ερωτικά-σεξουαλικά είναι πολύ ανοικτόμυαλες, διότι το ξέρουν καλά και το έχουν ψάξει. Η Μ. για παράδειγμα ήταν λεσβία, αντιπαθούσε τους άνδρες, της άρεσε να τους κακομεταχειρίζεται και να πληρώνεται γι αυτό. Όλα αυτά τα έβρισκε απόλυτα φυσιολογικά. Σε όλα όμως τα άλλα ζητήματα ήταν συντηρητικότατη. Σαν καμιά θειά μου. Δηλαδή πατρίς, θρησκεία, οικογένεια και βάλε. Κατά βάθος ήταν ένα ανασφαλές πλάσμα που χρειάζεται στηρίγματα και σιγουριές. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις γυναίκες. Ή τουλάχιστον θεωρείται γυναικείο χαρακτηριστικό. Η Μ. ήταν η κλασική γυναίκα που φοβάται το καινούργιο και το ρίσκο. Χωρισμένη και βασανισμένη (όπως έλεγε) από κάποιους άνδρες, τους μίσησε όλους. Δεν ήταν λοιπόν αφέντρα. Η αφέντρα είναι αντράκι. Πιό ανοικτόμυαλη, πιό αποφασιστική και ανεξάρτητη. Παίρνει ρίσκα, δοκιμάζει, δεν φοβάται και δεν μισεί τους άνδρες.
Εν τω μεταξύ έφθασε επιτέλους η μικρή, άνετη κι ωραία. Σηκώθηκα αμέσως για να φύγουμε. Βγαίνοντας, μας φωνάζει η Μ. ένα:
- Μην αργήσετε!
- Για να απαντήσω: Ναι μαμά!
Σκάσαμε στα γέλια. Πήραμε το δρόμο για το ξενοδοχείο. Εγώ κρατούσα μια σακούλα με τα ...σύνεργα.
- Τι είναι αυτή η σακούλα;
- Αυτά που μου είπες να φέρω.
- Α! ωραία. Φέρ’ την σε μένα. Οι γυναίκες τις κρατάνε, όχι οι άνδρες.
Όπα! σκέφθηκα. Κύττα πως προσέχει το φαίνεσθαι. Κι αυτή θηλυκό είναι κατά βάθος.
Στο δωμάτιο πλέον άνοιξε τη σακούλα γαι να δει τι έφερα. Πρώτο βγάζει τον δονητή.
- Τι είν’ αυτό; Παιδικό έφερες; Κι αρχίζει να γελά.
- Ε, τι έχει; (δήθεν αδιάφορα).
- Δεν έχω δει πιό λεπτό! Κοροϊδευόμαστε;
- Είμαι πολύ σφιχτός, καλό είναι.
- Καλάαα...
Μετά βγάζει το μαστίγιο. Το δοκιμάζει στην παλάμη και στις μπότες της.
- Αυτό καλό είναι. Θέλω να το δοκιμάσω πάνω σου.
Γυρίζω παιχνιδιάρικα τον πισινό μου προς το μέρος της.
- Όχι έτσι. Γδύσου, βγάλτα όλα.
Αφού γδύθηκα μου λέει.
- Πέσε μπροστά μου στα τέσσερα.
Έβγαλε μόνο το μπουφάν της και στεκόταν με το μαστίγιο στο χέρι. Φορούσε μπλούζα, τζην παντελόνι κι απ’ έξω ένα ζευγάρι μαύρες δερμάτινες μπότες με μέτριο τακούνι. Έμοιαζαν με καουμπόικες. Εγώ γυμνός στα τέσσερα μπροστά της με το προσωπό μου εκατοστά από τις σκονισμένες μπότες της, περίμενα. Αυτή τη φορά πήρε η ίδια την πρωτοβουλία της αρχής κι αυτό μου άρεσε. Με το πρώτο κτύπημα ξαφνιάστηκα. Συνέχισε με δυνατούτσικα κτυπήματα στον πισινό και στην πλάτη σε μέτριο σταθερό ρυθμό, που πλέον τα προέβλεπα. Προκαλούσαν μια έντονη αίσθηση ανάμεσα στο κάψιμο και στο τσούξιμο. Το σώμα μου είχε σφιχτεί κι ανατριχιάσει. Άλλαζε συνέχεια τα σημεία που κτυπούσε και δυνάμωσε. Τώρα αισθανόμουν σα να σκίζεται το δέρμα μου, σαν να είχα ματώσει, κάτι που τελικά δεν συνέβει. Συνέχισε έτσι κι ένιωθα ότι το απολαμβάνει. Σε λίγο έπαψε να μου είναι ευχάριστο και σε κάθε κτύπημα, αυτόματα το σώμα μου υποχωρούσε σα να ήθελε να αποφύγει λίγη από τη δύναμη του κτυπήματος. Το μαστίγιο έκανε ένα χαρακτηριστικό ‘τσαφ’ στο σώμα μου που θ’ ακουγόταν κι έξω απ’ το δωμάτιο. Σε ακόμα λίγο έφθασα στο όριο της αντοχής μου και το σώμα μου άρχισε αυτόματα να κινείται δεξιά κι αριστερά για να κάνει τα κτυπήματα κάπως ξώφαλτσα. Διαπίστωσα ότι αυτό το μαστίγιο ήταν πολύ δυνατό. Είχε μεταλλική βέργα κι απ’ έξω δέρμα. Έπρεπε να είχα πάρει αυτό με τις πολλές ουρές από δερμάτινες λωρίδες.
Ενώ το σκηνικό ήταν άκρως καυλωτικό, το πεός μου είχε μαζέψει σαν να είχα μπει σε παγωμένο νερό. Είναι οι άτιμοι οι προγραμματισμοί της φύσης, που όταν αισθάνονται κίνδυνο, συρρικνώνουν τα γεννητικά όργανα για να τα προστατεύσουν.
Οι σκέψεις μου περί φαντασιώσεων επανήλθαν. Τελικά, μήπως κάποιοι μαζοχιστές (μετά το όριό τους) είναι και ‘παθητικοί’ σαδιστές; Μήπως κατά βάθος θα ήθελαν κυρίως να βλέπουν τέτοια σκηνικά; Ή ακόμη, μήπως κατά βάθος θα ήθελαν οι ίδιοι να προκαλούν τον πόνο κι επειδή δεν τους βγαίνει να το κάνουν σε άλλους, το δέχονται οι ίδιοι απλά για να το ζήσουν; Κι ενώ σκεφτόμουν αυτά, με ρωτάει:
- Σου αρέσει;
- Εεε... μούγκρισα με πολύ νόημα.
Αμέσως χαμήλωσε την ένταση και τα κτυπήματα αραίωσαν. Σταδιακά πέσαμε στο ρελαντί, που ήταν πάλι ευχάριστο.
Οι μπότες της παρέμεναν λαχταριστές πολύ κοντά μου. Τις πλησιάζω και αρχίζω να τις φιλάω μπροστά στην άκρη. Η μυρωδιά απ’ το δέρμα έφθασε αμέσως στη μύτη μου. Ήταν θαμπές με σκόνη και κάποιες ξεραμένες λασπίτσες εδώ κι εκεί. Ήταν αρκετά φορεμένες. Είχαν κάποια τσακίσματα σαν ρυτίδες ώριμης γυναίκας. Τα τακούνια ήταν λίγο φαγωμένα πίσω.
- Είναι βρώμικες, μου λέει.
- Δεν τις προσέχεις, λέω μ’ έναν κατακριτικό τόνο.
- Και τι σ’ έχω εσένα;
- Τι μ’ έχεις; (δήθεν μ’ απορία)
- Καθαρισέ τες καλά. Θέλω να γυαλίσουν, λέει προστακτικά.
- Με τι; Δεν έχω φέρει κάτι μαζί μου, λέω κάνοντας τον χαζό προκειμένου ν’ ακούσω το επόμενο.
- Με τη γλώσσα σου θα το κάνεις. Θα τις γλείψεις από κάτω ως πάνω, μέχρι να γυαλίσουν.
Καύλωσα και μόνο που τ’ άκουσα. Εν τω μεταξύ οπισθοχωρεί για να κάτσει στο μπράτσο τής πολυθρόνας. Την ακολουθώ μπουσουλώντας. Ανάβει τσιγάρο, βάζει το δεξί πόδι πάνω στ’ αριστερό και μου το προτάσει στη μούρη, έχοντας όλη την προσοχή της εκεί.
- Έλα ξεκίνα. Να βλέπω τη γλώσσα σου έξω να δουλεύει, είπε με κάποια τσαχπινιά.
Μ’ άρεσε το ύφος της. Ήταν αυθόρμητο και καλόγουστο. Φτιάχτηκα. Η γλώσσα μου άρχισε από κάτω. Πάνω από τη σόλα μπροστά και στο πλαϊνά και σιγά σιγά ανέβαινα. Η γεύση του δέρματος ποικίλει. Όσο λιγότερο επεξεργασμένο είναι, τόσο το καλύτερο. Αυτές οι μπότες είχαν ένα αρκετά γνήσιο δέρμα και η γεύση του άφηνε μια γλυκύτητα. Δεν ένιωθα να υπάρχουν βερνίκια, αλλά μόνο σκόνη και λασπίτσες που έδιναν ταυτόχρονα μια ελαφριά πικρίλα στη γεύση. Γλυκόπικρες λοιπόν. Τα δέρμα ήταν αρκετά ξεραμένο και ρουφούσε το σάλιο μου αμέσως. Αυτό είναι το καλύτερο τέστ για το αν ένα παπούτσι είναι δερμάτινο. Αν είναι από συνθετικό υλικό, το σάλιο μένει πάνω του μέχρι να στεγνώσει απ’ τον αέρα. Η γλώσσα μου δεν γλυστρούσε, γιατί έβρισκε αντίσταση στο ταλαιπωρημένο δέρμα κι αυτό μου άρεζε, γιατί η απόλαυση θα κρατούσε ώρα. Στα σημεία που υπήρχε κάποια λάσπη, αυτή ήταν ξεραμένη κι έπρεπε εκεί να το βυζάξω για να μαλακώσει και να το ρουφήξω. Ένιωθα στη γλώσσα μου να μένουν κόκοι τής λάσπης.
- Βγάλε όλη τη γλώσσα έξω και κάνε μεγάλες γλειψιές.
Υπακούω και σαρώνω την μπροστά επιφάνεια από τη μύτη προς τα πάνω, μέχρι να στεγνώσει η γλώσσα, να φύγει όλο το σάλιο. Πριν τη βάλω στο στόμα μου με προλαβαίνει.
- Δείξ’ τη μου. (Της την δείχνω)
- Έγινε μαύρη! (αναφωνεί μ’ ένα κολακευμένο ύφος).
- Κατάπιε τα, και κάνε κι απ’ την πίσω μεριά. Θα γυρνάς γύρω – γύρω. Δεν θα τις στρίβω προς εσένα, βαριέμαι. (Είπε με ύφος κακομαθημένου κοριτσιού).
Συνέχισα με πολύ όρεξη γέρνοντας από ‘δω, στρίβοντας από κει για να μην αφήσω κανένα σημείο άγλειφτο. Η σκόνη είχε φύγει κι ανέβαινα προς τα πάνω. Εκεί ήταν πιο καθαρές.
- Μέχρι πάνω στο παντελόνι, διέταξε με ύφος απαιτητικής πελάτισσας.
Στο δέρμα άρχισαν να φαίνονται πλέον υγρές λωρίδες από το πέρασμα της γλώσσας μου. Διέτρεχα τις ραφές, το φερμουάρ και ξανά στο κάτω μέρος που χρειαζόταν δεύτερο και τρίτο πέρασμα. Το σάλιο πλέον έμενε στο δέρμα. Είχε ρουφήξει ότι χρειαζόταν κι είχε ζωντανέψει.
- Κι εδώ!
Και μου δείχνει τη σκόνη που ήταν εγκλωβισμένη στο αυλάκι μεταξύ σόλας και δέρματος. Το πέρασα με το πλάι της γλώσσας μαζεύοντας και καταπίνοντας όλη τη σκόνη. Δεν έφευγε όμως εύκολα κι άρχισα να το πιπιλάω τμήμα – τμήμα.
- Κάνε και τα τακούνια.
Ήταν ξύλινα βαμένα μαύρα κι η γλώσσα γλυστρούσε. Ήθελε και από μέσα το τακούνι της (πίσω από τη σόλα). Εκεί ήταν βρώμικο και τόσο στη γλώσσα όσο και τα δόντια μου έφθασε λάσπη. Έδειχνε πολύ ευχαριστημένη που το ‘κανα κι αυτό. Έψαχνα και έγλειφα όπου έβλεπα και τη μικρότερη σκόνη. Η δεξιά της μπότα ήταν πλέον πεντακάθαρη, βρεγμένη απ’ τα σάλια μου. Καμία σχέση με την αριστερή. Σα να ήταν από διαφορετικά ζευγάρια.
- Εντάξει; ρωτάω.
Σηκώνει το πόδι της και την επιθεωρεί καλά απ’ όλες τις πλευρές. Σκεφτόμουν αν θα μου ζητούσε και τη σόλα. Με καύλωνε η ιδέα, αλλά είχα μια αναστολή για λόγους υγιείας. Αν μου το ζητούσε δεν ήξερα τι θα έκανα. Η απάντηση ήρθε αμέσως, βγάζοντάς με από το δίλημμα.
- Εντάξει. Την άλλη τώρα. (Αλλάζει πόδι κι ανάβει πάλι τσιγάρο).
Άρχισα να κάνω τα ίδια. Ηδονιζόμουν να βλέπω την ικανοποίησή της, να μ’ έχει υποταγμένο να τις γλείφω τις μπότες, να τις καθαρίζω καλά ρισκάροντας εν μέρει και την υγιεία μου. Απολάμβανε το θέαμα και τις καθαρές της μπότες. Εγώ όμως σκεφτόμουν ότι εκτός των άλλων έκλεβα και εμπειρίες της ζωής της. Γευόμουν και κατάπινα τη σκόνη από τα μέρη που πήγε, από τα σημεία που περπάτησε, από τους ανθρώπους που συνάντησε. Αποκρυπτογραφούσα τη ζωή της από τη σκόνη που αυτή άφησε στις μπότες της. Και το σάλιο μου θα είναι παρέα μαζί της κι ο ‘κατάσκοπος’ που από τις μπότες της θα παρακολουθεί πού πάει και τι κάνει.
Μόλις τελείωσα και την αριστερή, η δεξιά είχε στεγνώσει. Πήρα τη μπλούζα μου, που την είχα ρίξει εκεί κοντά, και άρχισα μ’ αυτή να τρίβω με δύναμη και γρήγορα τη μπότα της παντού. Με κύτταξε με κάποια έκπληξη. Δεν το περίμενε. Το έπαιζα ο ευσυνείδητος λούστρος. Και πράγματι η μπότα έγινε καθρέφτης. Σε λίγο έκανα το ίδιο και στην άλλη. Γυάλισαν καλά. Έγιναν σα καινούργιες. Οι θαμπάδες έφυγαν, τα τσακίσματα έγιναν αχνά, το δέρμα θρεύτηκε από το ασβέστιο που έχει το σάλιο. Σηκώθηκε, έσκυψε, τις είδε καλά κι αναφώνησε.
- Πολύ καλά! Μπράβο!
Αισθάνθηκα σαν το μαθητή που πήρε άριστα στο διαγώνισμα. Κατευθύνθηκε προς το τραπεζάκι, όπου είχε αφήσει τον δονητή. Τον παίρνει στα χέρια και κυττώντας τον απαξιωτικά, λέει.
- Για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε μ’ αυτό.
(Συνεχίζεται)