ΔΥΟ ΑΦΕΝΤΡΕΣ, 8ο μέρος
Όρθια όπως ήταν, είχε ελευθερία κινήσεων. Τριβόταν με κυκλικές παλινδρομικές κινήσεις πάνω στο στόμα μου, πάνω στο πρόσωπό μου. Τα υγρά της απλώθηκαν παντού, στα μάγουλα, στη μύτη, στο πηγούνι μου. Άλλες στιγμές, εστίαζε στην πλατειά γλώσσα μου με μικρότερες κυκλικές κινήσεις, τρίβοντας τα ορθάνοιχτα πλέον χείλη με δύναμη. Το ελεύθερο χέρι της είχε πιάσει με δύναμη τα μαλλιά μου στον αυχένα και κατεύθυνε το κεφάλι μου εκεί που ήθελε. Κυκλικές κινήσεις του κεφαλιού με αντίστροφη φορά απ’ την κίνηση της λεκάνης της. Έτσι διπλασίαζε την ταχύτητα. Σάλια μου και υγρά της παντρεύτηκαν γεμίζοντάς με και έσταζαν πλέον απ’ το πηγούνι μου. Δεν άργησε να χύσει μέσα σε δυνατά βογγητά. Είχα εκστασιαστεί από τη σκηνή. Δεν ήταν απλή διέγερση.
- Μου βγάζεις πράγματα...γίνομαι κτήνος με σένα... θα βγάλω κάθε τρέλα μου πάνω σου! Είπε με πολύ παθιάρικο τόνο.
- Εδώ είμαι. Για σένα και μόνο. Κάνε ότι θέλεις...σκότωσέ με αν θέλεις...
- Έλα στη ντουζιέρα.
Με τραβάει και με βάζει να ξαπλώσω, όσο χωρούσα, στη ντουζιέρα με το κεφάλι προς τα μέσα κι έρχεται γρήγορα πάνω απ’ το κεφάλι μου. Χαμηλώνει, σκύβει για να βλέπει και φέρνει το μουνάκι της μια αναπνοή απ’ το στόμα μου. Ήμουν σαν αναίσθητος. Την κυττούσα μέσα από μια σύγχυση. Το μυαλό μου δεν λειτουργούσε κανονικά. Δεν ανέλυε πλέον τα συμβάντα.
Σκέψεις αποσπασματικές, αντιφατικές και ομιχλώδεις: Δεν το ‘χω ξανακάνει! Τα θέλω μέσα μου! Μην πάθω κάτι; Ό,τι ήταν να κολλήσω το ‘χω ήδη πάρει απ’ τα υγρά της. Της αρέσει; Γιατί το θέλει; Τι να κάνω; Τι γεύση έχουν; Γιατί στο στόμα;
Το στόμα μου έμενε κλειστό και την κυττούσα σαν χαμένος. Σκεφτόμουν όλ’ αυτά. Σκύβει στο αυτί μου κι αρχίζει να μου μιλάει γλυκά και ψιθυριστά, σαν να μην έπρεπε ν’ ακούσουν κάποιοι.
- Θέλω να το κάνεις για μένα. Να τα βάλεις μέσα σου. Θα το κάνω στο στόμα σου. Θα τα πιείς. Έλα μωρό μου, μη φοβάσαι, το θέλω πολύ. Άνοιξε...είναι δικά σου...Πιές τα όλα...τώρα...
Σαν να με υπνώτισε. Απλά άνοιξα το στόμα χωρίς σκέψη. Τα δάκτυλά της ανοικτά τραβούσαν τώρα το δέρμα γύρω απ΄την ουρήθρα της. Κατεύθυναν τη στόχευσή της κατευθείαν στο στόμα. Έγυρε κι άλλο μπροστά, κυττώντας με σκυφτή πάντα. Περίμενα... Μια μυρωδιά ούρων έφτασε στη μήτη μου. Περίμενα... Τα δάκτυλά της, ανοιγμένα ακόμη, άρχισαν να τρίβουν την κύστη της. Περίμενα... Οι πρώτες σταγόνες σύντομα έγιναν ροή. Το στόμα μου γέμισε γρήγορα. Είχε πιεί πολύ νερό και η γεύση τους ήταν ελαφριά. Σαν ζεστό κρασί. Το μόνο που τα πρόδιδε ήταν η ελαφριά μυρωδιά τους.
Μπορείς από τη γεύση και τη μυρωδιά τους να καταλάβεις πολλά πράγματα. Τι έφαγε, τι ήπιε. Τα πιο βαριά ούρα είναι το πρωινά μετά τον ύπνο.
Άρχισα να καταπίνω γρήγορα. Δυνατά ‘γκλουκ’ ‘γκλουκ’ αντηχούσαν στο κεφάλι μου. Λαίμαργες γουλιές. Δεν την προλάβαινα και το στόμα μου ξεχύλιζε. Κάποια μπήκαν στη μύτη μου κι απο ‘κει κατέληξαν να βγαίνουν βαθειά απ’ το λαρύγγι. Έτσουζε λίγο αυτό. Τα ούρα της προσπαθούσαν να εισβάλλουν και στον λάρυγγα. Ένα αυτόματο βήξιμο για να φύγουν από ‘κει και ξανά γρήγορες μεγάλες γουλιές. Κάποια έφθασαν στα μάτια. Εκεί έτσουξε πολύ. Πιο πολύ από τον καλοκαιρινό ιδρώτα, που φτάνει αλμυρός μέσα στα μάτια. Ήθελα όμως να τ’ ανοίξω, να την δω πώς αισθάνεται.
Με μεγάλη δυσκολία κατάφερα ν’ ανοίξω ένα μάτι. Την βλέπω θολά. Έμοιαζε εκστασιασμένη κι αυτή. Μια μανία με κυρίεψε τότε να πιώ τα περισσότερα δυνατόν. Να τα βάλω μέσα μου. Όπως ο άνδρας εισβάλλει στο γυναικείο σώμα για ν’ αφήσει το νέκταρ του, έτσι κι αυτή γέμιζε τα σωθηκά μου με κάτι που έβγαινε από το σώμα της. Δεν έμπηγε στο σώμα μου κάποιο μέλος της, με γέμιζε όμως μ’ ένα δικό της ποτάμι, γεμάτο απ’ αυτή. Δεν είναι η γεύση που απολάμβανα, αλλά το ότι αυτό ήταν δικό της. Ότι ‘την είχα’ μέσα μου σε μεγάλη πλέον ποσότητα.
Σε λίγο η ροή άρχισε ν’ αδυνατίζει, μέχρι που φτάσαμε σιγά σιγά και πάλι στις σταγόνες. Είχε βραχεί όλο το κεφάλι μου, τα μαλλιά μου. Έσταζα. Με κύτταξε με πολύ ενθουσιασμένο ύφος, σχεδόν μ’ ευγνωμοσύνη! Ταυτόχρονα μάζευε σάλιο στο στόμα της. Το πλησιάζει στο δικό μου και το αδειάζει. Ένα μακρόστενο ρυάκι έπεσε και γέμισε το στόμα μου. Το κατάπια. Σκύβει και μου δίνει ένα φιλί στα χείλη.
- Τέλεια... υπέροχο... Πλύσου κι έλα γρήγορα.
Σηκώνεται κι αρχίζει να σκουπίζεται με χαρτί. Πρώτα από κάτω και μετά τα αθλητικά της, που είχαν πιτσιλιστεί απ’ τα ούρα της. Πλένομαι πολύ γρήγορα και βγαίνοντας από τη ντουζιέρα, την ακούω.
- Μην σκουπιστείς, μόνο το κεφάλι κι έλα αμέσως.
Πλέον δεν σκεφτόμουν τίποτα. Απλά εκτελούσα. Σκούπισα μόνο το κεφάλι μου και βγήκα στάζοντας νερά.
- Ξάπλωσε εδώ στο πάτωμα.
Ξαπλώνω ανάσκελα γυμνός στο ξύλινο πάτωμα. Βάζει το ένα πόδι της πάνω στο στομάχι μου.
- Θ’ ανέβω πάνω σου. Θα σε πατάω. Θέλω να βλέπω τη λάσπη απ’ τα παπούτσια μου πάνω σου.
Σε λίγο αρχίζει να ρίχνει το βάρος της. Τουλάχιστον 65 κιλά. Το στομάχι υποχωρεί. Το κάνει σκαλοπάτι κι ανεβάζει γρήγορα και το άλλο πόδι της. Προς στιγμή δεν ήξερα τι να κάνω. Ήμουν μέσα σε μια παραζάλη. Αυτόματα σφίγγω τους κοιλιακούς μου κι ανασηκώνω το κεφάλι μου για να κυττάξω. Χαμηλώνει πάλι και με την προηγούμενη ψιθυριστή φωνή μου λέει.
- Μην ανησυχείς. Σε προσέχω. Θα μ’ αισθάνεσαι παντού. Αφέσου σε μένα…σε προσέχω…χαλάρωσε…
Το κεφάλι μου ακούμπησε ξανά στο πάτωμα. Άρχισε να κάνει προσεκτικά πατηματάκια πάνω στην κοιλιά μου. Την χαλάρωσα και αμέσως υποχώρησε από το βάρος της. Τα εσωτερικά μου όργανα υποχώρησαν κι αυτά σαν να μετακινήθηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Χαλάρωσα ολόκληρος. Ο πόνος ήταν ανεκτός. Άρχισα να βυθίζομαι σε μια παραζάλη και το μυαλό όλο και δεν πρόσεχε πόνους, όλο και δεν ασχολούταν με ανησυχίες. Απλώς την αισθανόμουν πάνω μου, στο στομάχι, μετά στο στέρνο, στο στήθος. Πρέπει να είχε δυναμώσει τα πατήματα. Άφηνα το σώμα μου να υποχωρεί στο βάρος της. Δεν ασκούσα πλέον καμία αντίσταση. Την εμπιστεύτηκα, αφέθηκα στα πόδια της, στις προθέσεις της, στην κρίση της.
Την αισθάνθηκα στο στήθος. Τότε η αναπνοή έγινε πιό δύσκολη, αλλά προσαρμόστηκε από μόνη της. Μικρότερες και γρηγορότερες εισπνοές. Δεν ανησυχούσα. Ο πόνος δεν μ’ ενοχλούσε, απλά τον παρατηρούσα. Ήταν το μέσο επικοινωνίας μας. Την αισθανόμουν παντού, ακόμη και στο κεφάλι, στο στόμα, όταν άπλωνε το πόδι της τρίβοντάς το στο πρόσωπό μου. Άνοιξα τα μάτια μου για να σιγουρευτώ ότι ικανοποιείται.
Στηριζόταν με το ένα χέρι σε κάποιο έπιπλο. Όλη της η προσοχή ήταν πάνω μου. Παρατηρούσε με ενθουσιασμό τη λάσπη που σχηματιζόταν, τις κοκκινίλες και τις στάμπες που άφηναν οι σόλες των αθλητικών της πάνω μου. Αμέσως ησύχασα κι άλλο, και βυθίστηκα σε μια πρωτόγνωρη αίσθηση. Μέθη θα την έλεγα. Επικοινωνούσαμε μέσα απ’ την αφή. Αισθανόμασταν ένα περίεργο δέσιμο εκείνη την ώρα. Είχα χάσει κάθε αίσθηση τόπου και χρόνου. Σαν να είχα μπει σ’ ένα τούνελ που ούτε να μιλήσω δεν μπορούσα. Σαν είχα αδειάσει, σαν να μην ήμουν εγώ. Πρωτόγνωρη εμπειρία. Το ίδιο συνέβαινε και σ’ αυτή. Μου το ‘πε αργότερα. Δεν είμασταν ερεθισμένοι. Κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό.
Δεν κατάλαβα πότε κατέβηκε από πάνω μου. Αισθάνθηκα να με χαϊδεύει. Το ένα χέρι περιεργαζόταν τα σημάδια που άφησαν τα παπούτσια της στο σώμα μου και το άλλο το κεφάλι μου.
- Είσαι καλά; Ακούω σαν μέσα από τούνελ. Βρισκόμουν σε κάτι σαν λήθαργο.
- Είσαι καλά; επαναλαμβάνει με μια ήσυχη φωνή. Άρχισα να επανέρχομαι. Ανοίγω τα μάτια μου και την βλέπω να με κυττά χαμογελαστή.
- Κατάφερα να μουγκρίσω ένα μμμμ με καταφατικό τόνο.
- Σήκω. Σηκώνομαι σαν ζαλισμένος και άβουλος ακόμα. Το μυαλό δεν λετουργούσε κανονικά. Δεν αξιολογούσε, δεν συσχέτιζε.
Με οδηγεί στο κρεβάτι. Με ξαπλώνει ανάσκελα. Έρχεται και κάθεται στο πρόσωπό μου κι αρχίζει να ξανατρίβει το μουνάκι της πάνω στο στόμα μου. Το χέρι της πιάνει το πέος μου κι αρχίζει να το τραβάει. Άρχισα να επανέρχομαι, να ερεθίζομαι. Σε λίγο επανήλθα στον κόσμο των αισθήσεων. Είχαμε ερεθιστεί πολύ. Το πάθος επανήλθε δριμύτερο. Θυμήθηκα ότι στο κρεβάτι εκεί κοντά είχα ρίξει το παντελόνι μου. Στην πίσω τσέπη είχα ένα προφυλακτικό. Ψαχουλεύω στα τυφλά. Το βρίσκω, το ανοίγω και το φοράω χωρίς να κυττώ. Τότε, την σπρώχνω, γυρίζει αυτή ανάσκελα και γω βρίσκομαι από πάνω της γονατιστός να συνεχίζω το γλείψιμο με τρελή όρεξη.
Σε λίγο ανασηκώνομαι και την πλησιάζω από πάνω της. Τα μάτια μας συναντηθήκαν. Υποτίθεται, ότι δεν έκανε πλέον έρωτα κανονικά με άντρες. Όφειλα να πάρω μια συγκατάθεση. Το πολύ ερεθισμένο πέος μου ακούμπησε εκεί που έγλειφα. Την κύτταξα για λίγα δευτερόλεπτα. Με κυττούσε κι αυτή ανέκφραστη. Το μη όχι, για μένα εκείνη την ώρα ήταν ναι. Ένα μικρό σπρώξιμο και το πέος μου βρέθηκε αμέσως μέσα της.
Η τέλεια εφαρμογή. Το ένα φτιαγμένο για το άλλο. Το ένα φτιαγμένο για να μπαίνει μέσα στο άλλο. Επιτέλους, μετά από τόσα παιχνίδια κι υποκατάστατα φτάσαμε σ’ αυτό που έχει προβλέψει η φύση. Στήθος με στήθος, χείλια με χείλια. Η γλώσσα μου εξερευνούσε το στόμα της. Ρουφούσα το στόμα της. Αρχίσαμε να κινούμαστε συντονισμένοι, έντονα, γρήγορα κι όλο πιο δυνατά. Τα σώματά μας κολημένα. Τα χέρια του ενός τραβούσε τις σάρκες του άλλου. Τα νύχια της καρφώνονταν στην πλάτη μου, σαν να ήθελε να βγάλει κομμάτια μου. Προς στιγμή, το πάθος αναμείχθηκε και με τρυφερότητα, που ήρθε να συμπληρώσει το ισοζύγιο στα σκληρά παιχνίδια που κάναμε όλες αυτές τις μέρες. Ήταν σαν το αποκορύφωμα. Μας έπιασε κάτι σαν ντελίριο, αμόκ. Ο ένας ήθελε να φάει τον άλλον. Να μπεί ο ένας μέσα στον άλλον, να γίνουμε ένα.
Σε λίγο άρχισε να ξυπνάει μέσα μου το αρσενικό. Όχι με την έννοια του να την υποτάξω, αλλά το να είμαι ένα βήμα μπροστά της. Πήρε πρωτοβουλίες για παιχνίδια ζόρικα και με καθοδήγησε σ’ αυτά. Σαν γνήσιος όμως αρσενικός υποτακτικός έπρεπε να ανταποδώσω με το παραπάνω. Ένα πράγμα μου πρόσφερε; δύο θα τις προσφέρω. Το ισοζύγιο πρέπει να γύρει προς εμένα. Ενόσω άρχισε να μορφοποιείται η ιδέα στο μυαλό μου, κτυπά το τηλέφωνο. Δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί του και κάποια στιγμή σταμάτησε.
Ξαναξύπνησε το κτήνος μέσα μου, παραμερίζοντας κάθε ίχνος τρυφερότητας που αισθάνθηκα πιο πριν. Επιστροφή στα γνώριμα μονοπάτια της διαστροφής. Βρήκα πλέον τι θα της ζητήσω. Δεν το ‘χε ούτε καν σκεφτεί κανείς μας ως τότε. Δεν είναι κάτι που το έχω δεί ή ακούσει. Το είχα όμως ανάγκη. Η απόλυτη υπέρβαση, η πραγματική κορύφωση. Θα το δεχόταν άραγε; Θα μπορούσε;
(Συνεχίζεται)