ΔΥΟ ΑΦΕΝΤΡΕΣ, 10ο μέρος
Την επόμενη μέρα βρισκόμουν σε κατάσταση υπερδιέγερσης κι αναστάτωσης. Σκέψεις, εντυπώσεις, προσδοκίες, όλα ένα κουβάρι. Ήθελα να συναντηθώ άμεσα με την Κ. ν’ αρχίσει να ξεκαθαρίζει το νέο τοπίο. Ανυπομονούσα να την ξαναδώ. Έπρεπε όμως ν’ αφήσω λίγο χρόνο να κατακάτσει ο κουρνιακτός, να μάθει και η Μ. τις εξελίξεις, να προλάβει να τις χωνέψει. Αυτή ήθελε οι δύο ώρες που βρισκόμασταν να γίνουν μία και ‘μεις κοντέψαμε το τετράωρο! Αντί δια του δύο, το κάναμε επί δύο! Χα χα! Επίσης, έπιασα τον εαυτό μου να θέλει να κρατήσει και λίγο χαρακτήρα που λένε. Μην φανώ και πολύ λυσσάρης!
Πάνω στον πανικό της προηγούμενης μέρας, τελικά δεν πήρα το τηλέφωνο της μικρής κι έτσι είχα να λουστώ την χοντρή ακόμη μια φορά, μια τελευταία. Εξάλλου το είχαμε συμφωνήσει. Τέρμα η Μ. ανάμεσά μας. Η αλήθεια είναι ότι το παράκανε με τα τηλέφωνα και τις φωνές. Αλλά, τέλος πάντων τη δικαιολογώ. Αργήσαμε πολύ κι αυτή δεν είχε ιδέα για τις εξελίξεις. Ανησύχησε; Θύμωσε; Ζήλεψε; Λίγο απ’ όλα. Τι προοπτική όμως θα είχε μαζί της; Θα ζούσε μια ζωή η Κ. με την Μ.; Δεν θα ήταν φυσικό, δεν θα ήταν δυνατό κι αυτό το ‘ξερε η χοντρή. Δεν αμφιβάλλω ότι την αγαπάει. Και αγάπη σημαίνει να θέλεις παν’ απ’ όλα το καλό του άλλου, την ευτυχία του.
Μαζί μου δεν θα χρειαζόταν να ξανακάνει αυτή τη δουλειά. Μπορούσα να την υποστηρίξω οικονομικά από τώρα. Φίλες ας μέναν με την Μ., δεν με πειράζει. Υπήρχε φυσικά το αγκάθι του διαζυγίου. Θα κινούσα όμως άμεσα τις διαδικασίες και θα τους έδειχνα τα χαρτιά. Να, δεν κοροϊδεύω. Όταν λέω κάτι το εννοώ. Ήταν όμως αυτή η κοπέλα η κατάλληλη γυναίκα για μένα; Δεν ξέρω, μπορεί. Ήταν κι αυτά τα μέντιουμ και οι χαρτορίχτρες που είχα πάει συστημένος τον τελευταίο καιρό. Όλοι κι όλες λέγανε παραπλήσια πράγματα: «Θα χωρίσεις σύντομα. Νέα σχέση έρχεται με κοπέλα αρκετά μικρότερή σου, από καλή οικογένεια και καλλιτέχνιδα όπως εσύ». Τα δύο πρώτα ταίριαζαν. Τα άλλα δύο όχι και τόσο. Αλλά δεν θα βιαζόμασταν. Θα είχαμε τον χρόνο να ζήσουμε μαζί και να δούμε πώς τα πάμε.
Και τι πειράζει που έκανε ένα είδος πορνείας; Σάμπως της άρεζε; από ανάγκη το ‘κανε. Θα σταματούσε εξάλλου τώρα. Ναι, αλλά ήταν και λεσβία! Δεν πιστεύω όμως ότι ήταν η βασική της τάση. Παρασύρθηκε κιόλας. Κάτι ο ανάξιος πατέρας της, κάτι οι ατυχείς πρώτες σχέσεις, βρέθηκε κι αυτή η προαγωγός... θα έλεγα. Ναι, προαγωγός ήταν τελικά η χοντρή. Την είχε για κράχτη, να κρατάει τους πελάτες κι έπερνε και τη μίζα της. Το είδα καθαρά. Είκοσι ευρώ. Μπροστά μου έγινε. Αλλά η μικρή τελικά εκφράστηκε. Είναι γυναίκα. Το ξαναβρήκε, κι ήμουν περήφανος γι αυτό. Την κέρδισα την χοντρέλα, που ένας Θεός ξέρει τί πλύση εγκεφάλου θα της έχει κάνει. Είναι δυνατόν να έχυσε ποτέ με τον μπόγο, όπως έχυσε μαζί μου χθές; Το αποκλείω. Γυναίκα είναι η μικρή. Γυ-ναι-κά-ρα.
Κι όταν ταιριάζεις με κάποιον σεξουαλικά τόσο πολύ, αυτό είναι το κυριότερο. Μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι υστερεί κοινωνικά. Στις σπουδές της ή στη δουλειά της. Σαχλαμάρες! μια χαρά κοπέλα φαίνεται. Έχει μια γλυκύτητα, πράος και καλαίσθητος άνθρωπος. Απλή κοπέλα, αλλά συχνά αυτοί οι άνθρωποι είναι οι καλύτεροι. Έχει και τη δουλίτσα της. Θα μπορούσα να τη βοηθήσω να κάνει κάτι καλύτερο. Μια σχολή! Ναι, κάτι να μάθει. Κομμώτρια, νύχια. Να της άνοιγα κάποια στιγμή ένα κομμωτήριο. Ή και μια σχολή γραμματέων. Γραμματέας κάπου. Δεν είναι άσχημο.
Να ήθελε παιδιά; Μπορεί. Φαίνεται να είναι το είδος του ανθρώπου. Γιατί όχι; Καιρός και γω να κάνω κανένα παιδί. Και η ίδια θα τα σκέφτεται πιστεύω όλ’ αυτά. Γι αυτό, επείγει να βρεθούμε. Πολλές σκέψεις μπερδεμένες, σχέδια... Ας σταματήσω καλύτερα γιατί δεν το ‘χω σε καλό.
Όποτε έχω παρατρέξει με την σκέψη μπροστά, τα πράγματα στραβώσαν. Σαν να σε τιμωρεί η μοίρα για το θράσος να την προβλέψεις ή ακόμη και να την προκαθορίσεις. Θέλει μια σύνεση, να μην ‘κάψεις’ μιαν εξέλιξη. Να μην το γρουσουζέψεις, που λέγαν κι οι παληοί. Όπως, όταν με λαχτάρα περιμένεις ένα τηλεφώνημα, ποτέ δεν κτυπά όσο το σκέφτεσαι. Αν είναι να κτυπήσει, θα γίνει όταν το μυαλό σου έχει πάει σε κάτι άλλο και το ‘χεις ξεχάσει προς στιγμή.
Περάσαν τρεις μέρες. Κρατήθηκα με νύχια και με δόντια. Η ίδια δεν πήρε κανένα τηλέφωνο. Προφανώς δεν το ‘χει κρατήσει στη μνήμη η χοντρή. Άρα, και να ήθελε πώς θα μ’ έβρισκε; Ήταν μέρα πλέον να τηλεφωνήσω. Η χοντρή πλέον θα μ’ αντιμετώπιζε αλλιώς. Με κάποιον σεβασμό. Θα έβγαζα την φίλη της από το τέλμα. Θα της εξασφάλιζα μια νέα ζωή. Θα δεχόταν την φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Θα της έδινα και εκατό ευρώ για τον πελάτη που έχασε εξαιτίας μου, ανεξάρτητα αν ήταν αλήθεια ή όχι. Κι ένα καλό δώρο κάποια στιγμή, και ποιός ξέρει, κάποια στιγμή και κουμπάρα; Αν και θα προτιμούσα κάποια άλλη. Τέλος πάντων, πάλι σχέδια κάνω και δεν είναι καλό. Προ-τρέ-χω!
Κάθισα άνετα, καθάρισα τον λαιμό μου, ετοίμασα χαλαρά την χαμηλή έκταση της φωνής μου, μπήκα σε ψυχολογία πετυχημένου γόη, άναψα τσιγάρο και σχημάτισα άνετος κι ωραίος το νούμερο της Μ.
- Ναι;
- Έλα κούκλα! Ο Χ. είμαι...
- (Ουρλιάζοντας) Βρε γαμημένε ξεκωλιάρη, το μουνί που σε πέταγε καριόλη! Το σπίτι σου γαμώ, όλο το σόι σου γαμώ βρε ξεφτυλισμένε, έχεις το θράσος να μου τηλεφωνείς; Την βρήκες μικρή και την έβαλες να πείνει αίματα βρε βρωμιάρη, να κολλήσουμε τις αρρώστιες σου, και να γαμάς χωρίς καπότα ξεσκισμένε πούσταρε, τον χριστό σου και την παναγία σου! Πού ακούστηκαν αυτά βρε αλήτη; Να σ’ είχα εδώ, θα σε κομμάτιαζα με τα ίδια μου τα χέρια ψωλόχυμα του κερατά, που την προσέχω τόσον καιρό, για να ‘ρθεις να της το παίξεις γαμπρός βρε ψυχάκια, για να ‘χεις να γαμάς στο τσάμπα; Βρε ούστ βρωμόσκυλο, σας ξέρω κάτι τέτοιους παντρεμένους. Ψυχοπαθή ανώμαλε του κερατά που στα σκατά θα σ’ έπνιγα. Να σε πιάσω μόνο στα χέρια μου...
- Μα...
- Μην τολμήσεις να ξανατηλεφωνήσεις καραμαλάκα, και την Κ. θα την ξεχάσεις μια για πάντα, γιατί θα βρω που μένεις κερατά και θα στείλω να σε λιανίσουν. Δεν με ξέρεις καλά, αν νομίζεις ότι θα με κοροϊδέψεις εμένα, ότι θα σ’ αφήσω να την κάνεις ό,τι θέλεις. Αρχίδι! Φέτες θα σε κόψω. Γελιέσαι αν περνιέσαι για έξυπνος. Μη σε πετύχω, θα σε ξεκωλιάσω με μαχαίρι και τ’ άντερά σου θα στα δώσω να τα φας βρε πουστάρα κι όλοι οι ανώμαλοι που έχω μπλέξει, το κερατό μου γαμώ...
Και κλείνει το τηλέφωνο, αφήνοντάς με εμβρόντητο στην άλλη άκρη του σίρματος. Τα είπε μονορούφι. Κιχ δεν πρόλαβα να βγάλω. Ταράχτηκα, άρχισα να τρέμω. Μα δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Δεν κατάλαβε; Δεν της τα είπε σωστά η Κ.; Πάτησα το redial. Η κατάσταση έπρεπε να ξεκαθαρίσει. Κτύπησε είκοσι φορές, δεν το σήκωσε. Το επόμενο δευτερόλεπτο το ασύρματο διαιρέθηκε εξ ων συνετέθει. Καπάκια, μπαταρίες, και κυκλώματα γίναν θρύψαλα στον απέναντι τοίχο.
Α! Δεν με ξέρεις καλά. Δεν θ’ αποφασίζεις εσύ για τη ζωή μου, για τη ζωή μας με την Κ. Τα ξέρει όλα αυτά η Κ.; Σίγουρα δεν θα της πει ούτε το ότι τηλεφώνησα. Κάτι σκαρώνει η βρωμιάρα. Δεν το περίμενα καθόλου αυτό. Έπεσα έξω, μα τελείως έξω. Έχω διεκδικήσει πολλές γυναίκες. Αλλά πρώτη φορά έχω να διεκδικήσω γυναίκα από γυναίκα! Πώς να το κάνω; Ποιοί είναι εδώ οι όροι του παιχνιδιού; Αλλά τί γυναίκα λέω; Αυτή σαν άντρας κάνει. Αλλά θα δει. Πόλεμο θέλει; Πόλεμο θα ‘χει!
Η ταραχή μου αμέσως μετατράπηκε σε οργή κι ανησυχία. Οργή για την Μ. ανησυχία για την Κ. Ποιός ξέρει τι μέσα χρησιμοποίησε η χοντρή στη μικρή. Πιθανόν ακόμη και βία, σαν κανονική νταβαντζού! Να θέλει η Κ. να με βρει και να μην ξέρει πώς! Δεν ξέραμε ακόμη πού μένει ή πού δουλεύει ο άλλος. Πρέπει να την βρώ σήμερα κιόλας. Δεν υπάρχει άλλη λύση.
Το βράδυ τελείωσα με τις δουλειές μου πιό νωρίς και κίνησα για τον χώρο της Μ. Έβαλα στην τσέπη κι ένα μικρό κατσαβίδι για παν ενδεχόμενο. Απ’ ότι κατάλαβα, εκεί μένει κιόλας. Έφθασα σύντομα και στάθηκα απέναντι να σκεφτώ τις κινήσεις μου. Να μπουκάρω; Θα μου ανοίξει; Θα είναι η μικρή μέσα; Αν μπουκάρω, θα την αρχίσω στις πολύ γρήγορες. Αυτή, ούτε να κουνηθεί δεν θα προλάβει. Θα την περιλάβω με τα μαστίγιά της. Αυτή θα ‘χει κρυμένα μαχαίρια ή στυλιάρια, μπορεί να αρπάξει και το τεράστιο strapon να με κυνηγάει. Θα προσπαθεί ο ένας να κρεμάσει τον άλλον απ’ τις χειροπέδες που κρέμονται απ’ το ταβάνι, για να τον γδάρει ζωντανό. Αλλά τόσο βαριά, θα το καταφέρω; Κι αν την σκοτώσω με καμιά δυνατή στο κεφάλι; Με το κατσαβίδι στον λαιμό; Θα με βρουν.
Έτσι γίνονται τα φονικά, και μετά ούτε Κ. ούτε τίποτα. Μάλλον θα ‘χει και κάποιον άμεσο τρόπο να ειδοποιεί τον μπάτσο προστάτη της. Μήπως είναι κι αυτός μέσα και με περιμένουν; Κάποια παγίδα; Δεν είναι απ’ τους ανθρώπους που δεν θα ‘χει πάρει τα μέτρα της. Η βρωμιάρα! Το καλύτερο είναι να περιμένω χωρίς να πολυφαίνομαι. Κάποια στιγμή θα μπει ή θα βγεί η μικρή. Δεν θα την κλείδωσε κιόλας. Εξάλλου έχει και τη δουλειά, αλλά και τη μάνα της. Στη χειρότερη να την συνοδεύει. Αλλά θα δούμε. Ας περιμένω.
Οι ώρες περάσαν. Περάσαν και τα μεσάνυχτα. Το πεζοδρόμειο μπροστά μου γέμισε αποτσίγαρα. Στη φαντασία μου είχα σκοτώσει την χοντρή με εκατό διαφορετικούς τρόπους και είχα κλέψει την Κ. με άλλους τόσους. Τί με ανεμόσκαλα από ελικόπτερο, όπως στη διαφήμιση της coca cola zero, τί σκάβοντας υπόγειο τούνελ! Οι περίοικοι με κυττούσαν καχύποπτα. Τι κάνει αυτός εδώ τόσες ώρες;
Δε νομίζω ότι θα φανεί πλέον η μικρή τόσο αργά. Έφυγα απογοητευμένος για το σπίτι. Και κουρασμένος μετά από εκατό σκοτώματα κι άλλες τόσες περιπετειώδεις διασώσεις. James Bond. Ή πιό σωστά, όπως ο ίδιος συστηνόταν, Bond! James Bond. Χαζομουρμουρώντας το γνωστό soundtrack μετρούσα ρυθμικά τα βήματά μου ως το σπίτι, διασκεδάζοντας λίγο τη θλίψη μου. Η ελπίδα όμως παρέμενε ζωντανή. Που θα πάει; θα την πετύχω. Κρατούσα το κατσαβίδι μέσα στην τσέπη. Είναι άραγε οπλοφορία; Μια πρίζα κυρ αστυνόμε έφτιαξα σε μια φίλη.
Την άλλη μέρα ακύρωσα δουλειές για να πάω πιό νωρίς. Απ’ το απόγευμα. Στάθηκα από την άλλη πλευρά. Στο ίδιο πεζοδρόμειο με το σπίτι της βρωμιάρας. Προς την Αχαρνών. Από ‘κει έκρινα ότι θα περνούσε η μικρή. Αν έδινα κανένα πεντοχίλιαρο στην χοντρή για να συνενέσει; Μπα, δεκαχίλιαρο θα ήθελε τουλάχιστον. Ξεφτίλα όμως! Θα την κάνω ρόμπα στη γειτονιά. Τον χειρότερο εφιάλτη της, στη λαϊκή! Θα ουρλιάζω: εδώ η καλή αφέντρα, λεσβιάρα του κερατάαα! Πενήντα ευρώωω...Πενήντα ευρώ δίνεις, 150 κιλά πέρνεις...Εδώ η καλή βίζιτααα... Για άντρες για γυναίκες, πάρε κόσμεεε... Θα γίνω όμως κι εγώ ρεζίλι.
Να την καταγγείλω! Πορνεία. Μου έφαγε λεφτά και τέτοια. Στο ηθών, στο εσωτερικών υποθέσεων, μπλεγμένος και μπάτσος. Νταβατζής. Τα τελευταία, ήξερα ότι ποτέ δεν θα τα έκανα. Κτυπήματα κάτω από τη μέση δεν το καταδεχόμουν. Είναι άνανδρα, δείγμα αδυναμίας. Όχι! Στα ίσια θα την αντιμετωπίσω. Εκτονωνόμουν αφάνταστα. Είχα περιέλθει σε μια κατάσταση ψυχικής ευφορίας, σαν αυτή που δεν θέλεις με τίποτα να βγείς. Βυθισμένος σε μια λυτρωτική αίσθηση, χαμένος απ’ το περιβάλλον. Αμυδρά, μια γνωστή φυσιογνωμία πλησιάζει. Που το ξέρω αυτό το άτομο; Πώς βλέπεις τον περιπτερά, που τον ξέρεις μόνο με φόντο το περίπτερο, και τον δεις πρώτη φορά στον δρόμο να περπατάει; Δεν τον αναγνωρίζεις. Βρε που τον ξέρω; Και σου δίνει τα τσιγάρα κάθε μέρα. Μη με διακόψει κανείς τώρα στη νιρβάνα αυτή.
Κάποιος μ’ ενοχλεί. Έπρεπε να μου μιλήσει βρε γαμώτο! Κι αν διακοπούν αυτές οι λυτρωτικές σκέψεις, συνήθως δεν θυμάσαι που έμειναν για να τις συνεχίσεις.
- Τι κάνεις εδώ;
Ήταν η Κ.! Ούτε που την πρόσεξα! Δεν πάω καλά! Καθόλου καλά.
- Αγάπη μου! Από χθές σε περιμένω εδώ. Δεν μπορώ να σε βρω αλλιώς.
- Άσε... χαμός έγινε με τη Μ. Σκοτωθήκαμε...
- Της τηλεφώνησα, με σκυλόβρισε και με απείλησε για να μην σε ξαναδώ.
- Το φαντάζομαι...Μου κάνει εκβιασμό. Ή εκείνη ή εσύ. Δεν θέλει με τίποτα να σε ξαναδώ. Για κανένα λόγο.
- Και τί ανάγκη την έχεις; Δεν θέλεις να ‘μαστε μαζί; Δεν σε θέλω μόνο για σεξ. Ενδιαφέρομαι για σένα σοβαρά. Ταιριάζουμε πολύ, δεν το βλέπεις;
- Ναι, ταιριάζουμε μάλλον. Αλλά έχω μπερδευτεί. Χρειάζομαι λίγο χρόνο να σκεφθώ τι θα κάνω.
- Να βρεθούμε να τα πούμε. Πάμε τώρα;
Κτυπάει το τηλέφωνό της.
- Ναι.
- Έρχομαι
- Σε δυό λεπτά.
- Ήταν η Μ. Έχουμε πελάτη μέσα.
- Πελάτη; (με δυσάρεστη έκπληξη)
- Τι να κάνω μωρό μου. Απ’ όταν βρεθήκαμε δεν πήγα με κανέναν. Δεν είχα καθόλου όρεξη. Σε σκεφτόμουν. Τώρα με περιμένουν. Μη νομίζεις, ένας μαλάκας είναι. Εγώ δεν κάνω πολλά μαζί του. Πρέπει να δω και την Μ. Από ‘κεινο το βράδυ δεν μ’ έχει δει. Θέλει να συζητήσουμε σοβαρά.
- Κι εμείς πότε θα συζητήσουμε σοβαρά;
- Σύντομα. Πρέπει να μου πεις και για τον γάμο σου.
- Τον γάμο μην τον σκέφτεσαι. Σου είπα θα χωρίσω άμεσα και το εννοώ. Δεν σε κοροϊδεύω. Με πιστεύεις; Πες μου ότι με πιστεύεις;
- Σε πιστεύω μωρό μου. Πρέπει να μιλήσουμε γι όλ’ αυτά. Είναι σοβαρό. Δεν ξέρω τι να κάνω. Είμαι ανάμεσα σε δυό ανθρώπους. Και τη Μ. δεν την γνώρισα χθές.
- Δηλαδή εμένα με γνώρισες χθες...
- Δεν εννοώ αυτό. Έχει κάνει τόσα για μένα. Την έχω σαν μάνα, σαν αδερφή...
- Και σαν γκόμενα...
- Έλα μωρέ τώρα...μην το βλέπεις έτσι...θα σου εξηγήσω.
- Σε εκμεταλλεύεται. Σε ‘χει για τη δουλειά.
- Ε όχι ακριβώς...τι να σου λέω τώρα. Πρέπει να τα πούμε ήσυχα οι δυό μας.
- Και να τα πούμε και να βρεθούμε. Πεθύμησα και το κορμί σου! (αυτό μετάνιωσα που το είπα, ακριβώς μόλις το είπα).
Ξανακτυπάει το τηλέφωνό της
- Ναι, έφτασα, απ’ έξω είμαι.
- Μωρό μου πρέπει να φύγω τώρα.
Και περπατάει προς τα σκαλοπάτια. Σχεδόν έφτασε στην πόρτα κι ακούω την Μ. να ξεκλειδώνει. Αμάν! Το τηλέφωνο.
- Το τηλέφωνό σου!
Με κοιτάει με μια απόγνωση, τύπου, δεν προλαβαίνω τώρα.
Οριακά προλαβαίνω και της δίνω μια κάρτα μου, που είχα πρόχειρη στην τσέπη. Την βάζει αστραπιαία στην τσέπη της.
- Πάρε με σήμερα. (με δυνατό ψίθυρο και την χαρακτηριστική κίνηση του τηλεφώνου)
Εξαφανίστηκα γρήγορα. Δεν ήθελα φασαρίες εκείνη την ώρα. Δεν θα βοηθούσε σε τίποτα.
Δεν μου άρεσε που έφυγα σαν τον κλέφτη. Και τη μικρή την περίμενα πιό θερμή. «Έχουμε πελάτη»! Άκου πελάτη. Και την έχει «σα μάνα κι αδερφή»! Αφού έχει μάνα! Κράτησε τα προσχήματα, αλλά κάτι δεν πάει καλά. Κι «έχω μπερδευτεί και θέλω τον χρόνο μου...» Και «για το γάμο σου...» και πράσιν’ άλογα. Αυτά συνήθως είναι υπεκφυγές. Τουλάχιστον της μίλησα και είμαι σίγουρος ότι μπορεί να αποφασίσει η ίδια. Έχει πλέον και το τηλέφωνό μου. Θα πάρει σήμερα; Για να δούμε.
Επέστρεψα σπίτι με ανάμικτα συναισθήματα. Η χοντρή δεν αποφάσιζε, αλλά είχε το πλεονέκτημα του χρόνου μαζί της. Φαντάζομαι τι θα της λέει. Παντρεμένος είναι, να σε γλεντάει στο τσάμπα θέλει και μόλις σε βαρεθεί...Τρελός είναι, σε βάζει να πίνεις αίματα, θα σε στρέψει εναντίον μου...διάφορα. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ την αναμονή. Μέχρι πολύ αργά κοιτούσα το τηλέφωνο κάθε πέντε λεπτά. Μην έκλεισε, μήπως δεν άκουσα. Φτάσαν ξημερώματα και τίποτα. Με πήρε τελικά ο ύπνος. Έβλεπα συνέχεια εφιάλτες. Πολύ ανήσυχος ύπνος.
Ξύπνησα χάλια. Γιατί δεν πήρε; Μήπως έχασε την κάρτα; Δικαιολογίες! Το timing. Έχασα το σωστό timing. Αν είχα το τηλέφωνό της απ΄την αρχή, δε θα την άφηνα ανεπηρέαστη. Καθυστέρησα και τρεις μέρες. Μαλακία! Αμέσως έπρεπε να πάω. Τώρα έφυγε απ’ το κλίμα και σκέφτεται όλ’ αυτά. Δεν θα θέλει να ρισκάρει. Θα ‘χει και κάποια εξάρτηση απ’ την Μ. Εμένα δεν θα με πολυεμπιστεύεται. Δεν θα θέλει αναστάτωση και ανατροπές στη ζωή της. Είπαμε, είναι θηλυκό με τις αναφάλειές της. Δεν είναι αφέντρα, αντράκι. Αν δεν είναι σίγουρη, καλύτερα να μην πάρει. Δεν θα κάνω άλλη κίνηση, δεν έχει νόημα. Αλλά και πάλι να χαθεί τέτοιο σεξουαλικό ταίριασμα; Ε, δεν θα ‘ναι και η μόνη. Έχω κι εγώ την τάση να καψουρεύομαι πολύ εύκολα αυτό τον καιρό. Διψάω για αλλαγή και πέφτω με τα μούτρα.
Μεσημέριασε και βρήκα τον εαυτό μου στο κρεβάτι να τα σκέφτομαι και να τα ξανασκέφτομαι. Ταβανοσκοπούσα. Ακούω τα κλειδιά στην πόρτα. Ήρθε η γυναίκα μου. Α ναι, υπάρχει κι αυτή ακόμη...
- Είσαι εδώ;
- Ναι, στο κρεβάτι.
- Τέτοια ώρα;
- Σε περίμενα να κάνουμ’ αγκαλίτσες
- Μπα, πώς κι έτσι;
- Σε ‘πεθύμησα, ξεχάσαμε και πώς γίνεται...
Ήρθε. Ένα κανονικό σεξ, σταθερή αξία. Ένας οργασμός που περιορίστηκε στη γεννετήσια περιοχή. Μια μικρή ρεβάνς στο μυαλό μου και μόνο. Και η ρουτίνα έτοιμη να με ξαναπορροφήσει.
Τα χρόνια πέρασαν. Δεν τηλεφώνησε ακόμη. Μπορεί και να ‘ναι καλύτερα. Ποιός ξέρει ... Τι να γίνεται άραγε;
(Τέλος)