Zηλεύω σα μικρό παιδί που δεν μπορώ να γράψω έτσι.
Το αναδημοσιεύω, γιατί είναι κρίμα τα μέλη αυτού του φόρουμ να μην απολαύσουν αυτό το κείμενο.
" Είμαι ήδη νεκρός, ένα γερασμένο κορμί σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Οι μέρες μου είναι μετρημένες, με αιχμηρή διαύγεια βλέπω τη φθορά του σώματός μου και την εξαφάνιση των δυνάμεών μου. Από την άλλη, πάντα υπήρξα ο λιγότερος παθιασμένος άνθρωπος που γνώριζα. Μια νυχτοπεταλούδα κάνει κάτι σε ένα φύλλο βασιλικού πάνω στο περβάζι.
Ίσως αν το μέλλον ήταν περισσότερο συμπαγές, πιο αυστηρά ορισμένο ώστε ένα περισσότερο διορατικό μυαλό να μπορούσε να το διακρίνει, το παρελθόν να μην ήταν τόσο γοητευτικό. Τότε ίσως να μην βυθιζόταν κανείς με τέτοια ευκολία μέσα του. Αλλά το μέλλον είναι ένα σχήμα λόγου, ένα φάντασμα της σκέψης. Ό,τι όμως κι αν είναι, εμένα μου τελειώνει.
Το πιο τρομαχτικό καθώς κατευθύνομαι προς το θάνατο – σωστότερα, καθώς αυτός έρχεται προς εμένα, γιατί εγώ δεν πηγαίνω πουθενά - είναι οι συνεχείς διανοητικές δεξιοτεχνίες που απαιτούνται καθώς πλησιάζουμε ο ένας τον άλλον. Πρόταση με πρόταση δομεί κανείς μακρόσυρτους συλλογισμούς για να περάσει από την ύπαρξη στην ανυπαρξία με τους λιγότερο οδυνηρούς ελιγμούς. Στις πιο σκοτεινές ώρες, όμως, οι συνδέσεις παραπαίουν, και μένει κανείς να φοβάται ότι είναι πια αργά να αναζητήσει την ενότητα.
Μέσα από το παράθυρο του θαλάμου η αναζωογονητική ανοησία της άπλετης φωτοχυσίας έρχεται θρυμματισμένη. Τουλάχιστον λίγες πλημμυρίδες ήλιου για να παίξουν οι μύγες.
Γυρίζω το βλέμμα μου προς τον ασθενή στο διπλανό κρεβάτι, κάποιον κύριο Βαλέριο. Ανάμεσα στην τεχνητή κίνηση στο νοσοκομείο – οι ρόδες των φορείων, οι σταγόνες των ορών, οι ακμοπυροδότητες κυματομορφές των ζωτικών οργάνων – βλέπω μια γυναίκα καθισμένη δίπλα του να παίζει με το παπούτσι της.
Μελαχρινή, ψηλή, η πλάτη της λυγισμένη, καθισμένη σε σκαμπό, φοράει μαύρη φούστα ως το γόνατο. Μιλάει, είναι αφηρημένη, σταυροπόδι, το δεξί πόδι πάνω από το αριστερό. Το πρόσωπό της δε φαίνεται από εδώ που είμαι. Δεν φοράει καλσόν.
Φοράει μιουλς. Το δεξί της πόδι πέφτει πάνω από το αριστερό και καθώς κουνάει τα δάχτυλά της βλέπω το πόδι της μέσα από το παπούτσι της. Οι φλέβες διασχίζουν το πόδι της καταλήγοντας στα οστεώδη δάχτυλά της. Πρέπει να φοράει νούμερο 40. Οι αυστηρές γραμμές του ποδιού της κάνουν την κίνηση να θυμίζει ακροβασία σε σκοινί. Θέλω το παπούτσι να πέσει και το πόδι της να μείνει γυμνό. Χειροκρότημα.
Μπορώ εύκολα να φανταστώ τα πόδια της στα χείλη μου. Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί μου φαινόταν ως κάτι αδύνατον να συμβεί, λες και ήταν μια ονειρική διάταξη της πραγματικότητας σαν την ανθρώπινη πτήση. Αλλά τώρα είμαι 74 και μου έχει συμβεί δεκάδες φορές. Τις θυμάμαι μία μία, με όλες τις λεπτομέρειες, πριν και μετά και κατά τη διάρκεια. Θυμάμαι τη μυρωδιά του δωματίου και τα σεντόνια του κρεβατιού, τους ήχους του δωματίου και την αίσθηση του αέρα στο δέρμα μου. Θυμάμαι τις ακριβείς κινήσεις, τις ακριβείς γεύσεις. Δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο να φανταστώ.
Μπορώ να φανταστώ τα δάχτυλά της στο στόμα μου και τη γλώσσα μου ανάμεσα τους. Μπορώ να φανταστώ τη γλώσσα μου κατά μήκος του πόδιου της. Από κάτω προς τα πάνω, από τα πλάγια προς τα πάνω, από τα πάνω προς τα πάνω. Στο στόμα μου, στα χείλη μου.
Το μανικιούρ της είναι γαλλικό. Σαν μικρές αχτίδες μεταλλικού φωτός οι οριζόντιες γραμμές στις άκρες των νυχιών της προεξέχουν πάνω από τα δάχτυλά της. Τα πόδια της φαίνονται κουρασμένα. Πρέπει να είναι γύρω στα 35 με 40. Μπορώ να κρίνω την ηλικία μόνο από τα πόδια. Το πλήθος των ρυτίδων, πώς συγκλίνουν, το σχήμα των δαχτύλων. Είναι πολύ όμορφη, δε χρειάζεται να δω το πρόσωπό της. Αρκεί να θυμηθώ.
Και θέλω να της γλείψω τα πόδια. Θέλω να έρθει εδώ, κρυφά, αφού φύγει από τον πατέρα της – ο πατέρας της πρέπει να είναι – να κάτσει στην διπλανή καρέκλα και να απλώσει τα πόδια της στο πρόσωπό μου. Θέλω να δω τις εκφράσεις στο πρόσωπό της ενώ της γλείφω τα πόδια. Το έχει ξανακάνει άραγε; Θέλω να κρατάω τις φτέρνες της στα χέρια μου και να γλείφω τα δάχτυλά της. Θέλω να φιλάω το σχήμα των ποδιών της σαν άγαλμα στα χείλη μου. Θέλω να αισθανθώ με τα χέρια μου τα πόδια της, θέλω να βλέπω τους αστραγάλους της ενώ γλείφω τα δάχτυλά της, θέλω να βλέπω τα δεκάδες οστά στα πόδια της, τα ανοίγματα των ποδιών της, το εύρος τους, το πάχος τους, το χρώμα τους, καθώς τα έχω στο στόμα μου.
Ξαφνικά, η γυναίκα σηκώνεται, φιλάει τον πατέρα της, και φεύγει από το δωμάτιο.
Ίσως να έρθει μετά. Θα της τραβήξω την προσοχή. Θα σκεφτώ μια στρατηγική για να τη φέρω εδώ. Θα της γλείψω τα πόδια. Θα κάτσει δίπλα και θα μου δώσει τα πόδια της. Αλλά έχει φύγει τώρα. Τι άλλο μπορώ να κάνω από το να την φανταστώ;
Ο Πρίμο Λέβι πήγε στο Άουσβιτς με τραίνο. Αν μπορεί κανείς λοιπόν να κατευθυνθεί προς το θάνατο και τη φρίκη με τα πλέον φυσικά και καθημερινά μέσα, τότε από την αμείλικτη καθολικότητα της συμμετρίας συνεπάγεται ότι μόνο αυτά έχουν τη δύναμη για να προσφέρουν οποιαδήποτε μορφή σωτηρίας. Αν δεν απαιτείται καμία τελετουργία για να επιτραπεί ο θάνατος, δεν συνεπάγεται ότι το ίδιο ισχύει και για τη σωτηρία;
Η μόνη σωτηρία είναι ο αντιπερισπασμός: τα λαχταριστά πόδια μιας γυναίκας στο σκαμνί καθώς την κοιτάω τυλιγμένος στα σάβανά μου."