Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!



Αποστολέας Θέμα: Λογοτεχνικό καφενείο  (Αναγνώστηκε 2766 φορές)

0 μέλη και 1 επισκέπτης διαβάζουν αυτό το θέμα.

Αποσυνδεδεμένος underherfeet

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 251
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 50
  • -Έλαβε: 70
Λογοτεχνικό καφενείο
« στις: Ιουνίου 07, 2014, 01:40:59 μμ »
Αποσπάσματα από έργα που μας άρεσαν, που μας ταξίδεψαν, που μας προβλημάτισαν... η/και κουβεντούλα πάνω σ'αυτά.

Ξεκινάω με Καραγάτση ,και ένα απόσπασμα απο το "Χαμένο νησί":

"Τριανταοκτώ χρονών.Πέρασαν τα νιάτα με τα όνειρα,κυλάει κι ο χρόνος που φέρνει τον μεστωμένο άντρα στο κατόφλι του χινόπωρου.Τα γερατιά; Είναι ακομη μακριά.Μα που είναι και τα νιάτα;Τι απομένει απο τη φλόγα της ψυχής, αυτή που φώτιζε τη ζωή με αντιφεγγίσματα πορφυρά;Τι κέρδισα, τι έχασα στο μεγάλο 38χρονο παζάρι της ζωής μου;
Και τότε είδα,και τότε ένιοσα...πως κύλησαν ανόητα τα χρόνια τα τριανταοχτώ, πως σπαταλήθηκαν δίχως λογισμό και κρίση, δίχως ηδονή και πίκρα, σε μια τελμάτωση ζωής καθημερινής, καθεωρινής, κουρντισμένης ωσαν ρολόι μ 'ελατήρια που δε λένε να σπάσουν ποτέ.Σπατάλησα τα κέρδητά μου δίχως να τα χαρώ. Κ'ήταν ζημιές τα κέρδη, κέρδη οι ζημιές,που ισοσκέλιζαν απελπιστικά όλα τα φύλα του μεγάλου βιβλίου...Καμιά μεταφορά εις νέον.Καμιά ανωμαλία στους λογαριασμούς.Κατάντησε μαγαζάκι η επιχείρηση, που πούλαγε αφιόνι με το δράμι σ'οσους ήθελαν ν'αποχτηνωθούν, όπως εγώ, όπως ο κόσμος όλος...
Τι κέρδισα;Τι χάρηκα; Τριγύρισα τις θάλασσες της γής,έσκισα πέλαγα κι ωκεανούς, είδα χώρες κι ακρογιάλια, αντίκρυσα ουρανούς κι αστέρια στις μακριές αγρύπνιες της γέφυρας,μίλησα με ανθρώπους, έσφιξα γυναίκες στην αγκαλιά μου, που μου ζήτησαν ένα κομάτι χρυσάφι για να στενάξουν όταν στέναζα. Μα τι κέρδισα; Τι χάρηκα; Ολ'αυτά, και θάλασες,και χώρες, κι άνθρωποι κι ουρανοί πέρασαν μπροστά στις νεκρωμένες μου αισθήσεις ωσάν εικόνες ξέμακρες,αδιάφορες, που δεν άφησαν τιποτε εντός μου, αφού  εντός μου δεν υπήρχε τίποτα.  Τριγύρισα χρόνια τριανταοχτώ τον άδειο εαυτό μου στον έρημο τον κόσμο,ξένος κι απόκοσμος, άχρωμος κι ουδέτερος,μηδέν, τίποτα.Μου ξέφυγε η πικρή γεύση της θάλασας,το αψύ άρωμα της στεριάς,το νόημα των ουρανών, το πάθος των ανθρώπων.Δε γεύτηκα τίποτα, γιατί δεν είχα εντός μου τίποτα.Τη ζωή, αντίθετ' απο την τροφή, μόνον ο χορτάτος την χορταίνει.Αυτός που βόυτηξε ως τα ρουθούνια μέσα στον βουρκωμένο αγιασμό των πόθων της.Αυτός που, γέρος πια,σκυμένος στο φως του λυχναριού με το λιγοστό το λάδι,κοιτάει να ταξινομήσει τα συντρίμια,τα κουρέλια, τ'ατίμητα σκουπίδια,που ξέσυρε μαζί της η ψυχή κ'η θύμηση ως το χείλος του τάφου.
Και γω, ήμουν γυμνός από ερείπια, άδειος από καταστροφές,με γλώσα κολημένη στο στεγνό, τον πεινασμένο ουρανίσκο.Διψασμένος κι άσιτος, ζωντανός κι αζώητος, πουλημένος στο μηδέν, χαραμισμένος στο τίποτα.Και καθώς ο ήλιος έγερνε και πήγαινε να βασιλέψει, ... είδα κι ένιοσα και κατάλαβα,πως του ανθρώπου το νυχτερινό σβύσιμο, δεν έχει αυγή να προσμένει, ούτε όρθρο ούτε ανατολή.Κ'είναι βαρύ το μακρύ σκοτάδι δίχως φορτίο μάταιης χαράς...

...Φόβος και αγωνία είχαν κυριέψει την ψυχή μου. Φόβος της ανέσπερης ζωής.Αγωνία του μάταιου θανάτου... Ηθελα να ζήσω...Ηθελα να σφυροκοπήσω τη ζωή μου στο αμόνι του καημού με τη βαριά του πόνου....Ηθελα να συναπαντήσω αυτό που θα'φερνε και τ'άλλα,αυτό που έιναι όλα τ'άλλα,και ηδονή κι οδύνη,και χαρά και πόνος,και γνώση κι ανοησία.Αυτό που είναι αιτία και πλήρωση, σκοπός και τέρμα,φτάσιμο και φυγή... Την αγάπη...
Ν'αγαπήσω... Οχι ν'αγαπηθώ,μα ν'αγαπήσω...
Τι μου πρόσφεραν οι γυναίκες που μ'αγκάλιαζαν με τρικυμισμένη ψυχή ,όταν εγώ τρυγούσα τη γλύκα τους με δόντια σφιχτά απο αδιαφορία;Τι ενιοσα εγω απο τις θύελες που γένησα με όργια γαλήνης;Τι κι αν μ'αγάπησαν;
Τ'αμέτοχα πάθη δεν μπορούν να ρυτιδώσουν το θολό καθρέφτη του στεκάμενου βάλτου...
Κοχλάζει μονάχα η ματαιότης κι εξατμίζεται αφήνοντας μέσα σου κενό καταθλιπτικότατο.Τι κι αν μ'αγάπησαν - αν μ'αγάπησαν-...Εγώ ζητάω την αγάπη...Εγώ ζητάω να σκορπίσω την ψυχή μου στους αντίθετους ανέμους, να φθαρώ στα αντίξοα ρέματα.Εγω γυρεύω να σπείρω τις αγωνίες μου για να θερίσω πικρίες.Εγώ θέλω τη στυφή χαρά που μόνο η συντριβή χαρίζει...Εγώ θέλω...
Δεν ξέρω τι θέλω...
"

Αποσυνδεδεμένος giorgos

  • *GF Pervert*
  • *****
  • ΑΠΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2318
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 142
  • -Έλαβε: 256
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #1 στις: Ιουνίου 07, 2014, 04:09:37 μμ »
καφετζη μου...εισαι ο πρωτος....κι ο καλυτερος.... :thumbsup1:      let's flow a drop of spirit....


Την έβδομη μέρα της δημιουργίας

ήρθε μια γυναίκα

κρατώντας ένα κλουβί με καναρίνι

και το κρέμασε σ’ ένα ανθισμένο κλαδί του παραδείσου

ύστερα βάλθηκε να συγυρίζει

σκούπισε τα σκοτάδια από τα τζάμια τ’ ουρανού

τη λάσπη του κόσμου από τα υποδήματα των αγγέλων

έβαλε καπνό

στο ανοιγμένο πλευρό του άντρα

κι ένα περιδέραιο από δάκρυα

στο λαιμό της γυναίκας

τέλος μάζεψε όλες τις κραυγές των λουλουδιών

και τις ακούμπησε στα χείλη τους.

 

Η πρώτη φράση που ακούστηκε στον κόσμο

ήταν «σ’ αγαπώ».

Από τότε πέρασαν αιώνες σιωπής....



Κατερίνα Καριζώνη,    " Η πρώτη φράση " , Από τη συλλογή  " Τα παγώνια της μονής Βλατάδων "

 

 
« Τελευταία τροποποίηση: Ιουνίου 07, 2014, 06:16:43 μμ από giorgos »
"Poison never came from such a sweetness"
W.Shakespeare

Αποσυνδεδεμένος underherfeet

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 251
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 50
  • -Έλαβε: 70
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #2 στις: Ιουνίου 20, 2014, 04:04:27 μμ »
΄΄...Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Κέφι δεν είχαμ’ εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν να ‘ρθει κι αυτό τ’ αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Η νύχτα είχε πέσει πια, ήρθαν πάλι τα σύγνεφα, μαύρισε ο ουρανός διπλό σκοτάδι, το ίδιο κι η θάλασσα. Μόλις έβλεπες τα κατάρτια των καϊκιών ν’ αργοσαλεύουν πέρα δώθε πάνω στο μουντό στερέωμα, σα μετρονόμια που κράταγαν στον άνεμο το ρυθμό των νερών. Πρέπει και να ψιλόβρεχε, εμείς δεν το βλέπαμε, έτσι στο βάθος που καθόμαστε. Μα έρχονταν από το πέλαγο οσμή υγρού νοτιά, μύριζε και το χώμα, μουλιασμένο ως ήταν.

Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν’ αλλάξει το κέφι του. Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας:

- Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ' από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα!

Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπόδια στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε.

- Καλά... μουρμούρισε... Καλά! Θα φύγω... Αφού δε με θέλετε... Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς...

Τον έπιασε κάτι σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια:

- Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη... Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος...

Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.

Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων. Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που είχε καθίσει, δεν τον είδα πια. Είχε φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν άνθρωπος, ακριβώς... ΄΄


απόσπασμα απο ΄΄Τα Χταποδάκια΄΄ του Μ.Καραγάτση

asterenia

  • Επισκέπτης
  • Χυσίματα
  • -Έριξε:
  • -Έλαβε:
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #3 στις: Ιουνίου 20, 2014, 06:38:07 μμ »
Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένα πουλί. Στολισμένο με δυο τέλειες φτερούγες και με γυαλιστερό, πολύχρωμο, υπέροχο φτέρωμα. Μια μέρα, μια γυναίκα είδε το πουλι και το ερωτεύτηκε.
Προσκάλεσε το πουλι να πεταξει μαζί της, και μαζι ταξίδεψαν, πέταξαν, σε μια τελεια αρμονία. Θαύμαζε προσκυνούσε και υμνούσε εκεινο το πουλι. Αλλά μετά σκέφτηκε, και αν θελει να πεταξει μακριά στα βουνα? Και φοβήθηκε φοβήθηκε ότι ποτε δεν θα ενιωθε ξανα το ιδιο για άλλο πουλακι. Τότε σκέφτηκε να βαλει μια παγίδα, όταν το πουλι ξανάρθει δεν θα ξαναφύγει ποτέ.
Το πουλί που ηταν και εκείνο ερωτευμενο μαζι της, επεστρεψε την επόμενη μέρα, επεσε στην παγιδα και κλείστηκε στο κλουβί. Κοίταζε το πουλί κάθε μέρα.
Ηταν εκεί το αντίκειμενο του πόθου της και το εδειχνε στους φίλους της που της έλεγαν. «Τώρα έχεις όλα οσα θα ήθελες». Παρ όλα αυτά μια περίεργη μεταμόρφωση συνέβη, τωρα που είχε το πουλί και δεν χρειαζόταν πια να το κυνηγά, εχασε το ενδιαφέρον της. Το πουλί ανίκανο να πετάξει και να εκφράσει το αληθινο μήνυμα της ζωής του, αρχισε να μαραζώνει, και να χανει την λάμψη του, ασχήμηνε, και η γυναικα πια δεν του εδινε σημασία παρα το τάιζε και καθαριζε το κλουβί του.


Μια μέρα το πουλί πέθανε. Η γυναίκα ένιωσε απιστευτη στεναχωρια και το μονο που εκανε ήταν να το σκεφτεται. Αλλά δεν θυμόταν το κλουβί, σκεφτόταν την μέρα που το ειχε πρωτοδεί, να πετά ελεύθερο αναμεσα στα σύννεφα.Αν είχε κοιτάξει πιο βαθιά μεσα της, θα καταλάβαινε ότι αυτό που την ελκυε στο πουλί ηταν η ελευθερία του, η ενεργεια που είχαν τα φτερα του εν κινήσει, όχι απλά το σωμα του. Χωρίς το πουλί, η ζωη της έχασε ολο της το νοημα, και ο θανατος ήρθε και της χτύπησε την πόρτα. «Γιατί ήρθες?» τον ρώτησε  «Για να μπορέσεις να πετάξεις για άλλη μια φορα μαζί του στον ουρανό» απαντησε ο θανατος. "Αν τον είχες αφήσει ελεύθερο, να ερχεται και να φεύγει, θα τον αγαπούσες και θα τον εκτιμούσες ακόμη περισσότερο, αλλα τώρα χρειαζεσαι εμένα για να τον ξαναβρείς"…
Απόσπασμα απο το βιβλίο "11 λεπτά" του Paulo Coelho

Αποσυνδεδεμένος giorgos

  • *GF Pervert*
  • *****
  • ΑΠΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2318
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 142
  • -Έλαβε: 256
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #4 στις: Ιουνίου 20, 2014, 06:43:20 μμ »
 :wanker2: :wanker2: :wanker2:
"Poison never came from such a sweetness"
W.Shakespeare

asterenia

  • Επισκέπτης
  • Χυσίματα
  • -Έριξε:
  • -Έλαβε:
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #5 στις: Ιουνίου 20, 2014, 11:46:18 μμ »
"..το να βρούμε αυτό που θα θέλαμε να κάνουμε περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα στη ζωή μας και να τραβήξουμε προς τα εκεί με θάρρος, ακλόνητη αποφασιστικότητα και επιμονή, είναι ο δρόμος όλων εκείνων που τολμούν να ζουν ευτυχισμένοι. Ως αντάλλαγμα για αυτή την προσπάθεια μας θα μας περιφρονήσουν, θα μας χλευάσουν και θα μας εξοστρακίσουν από τον κύκλο τους οι φίλοι και οι συγγενείς.
 
Αν επιμείνουμε όμως, αν αντέξουμε τη μοναξιά μας και μείνουμε αφοσιωμένοι σε αυτό που με τόση αγάπη αποφασίσαμε να κάνουμε, τότε θα ανακαλύψουμε ότι έχουμε καινούριους φίλους και καινούριους συγγενείς, οι οποίοι ήδη συμμερίζονται τις αξίες και τα ιδανικά που έχουμε επιλέξει, κι ότι μαζί τους θα πετάξουμε πολύ πιο μακριά και πιο ψηλά από όσο μπορούμε να ονειρευτούμε...."
 
~ Ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον, Richard Bac

Αποσυνδεδεμένος underherfeet

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 251
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 50
  • -Έλαβε: 70
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #6 στις: Ιουνίου 21, 2014, 11:38:00 πμ »
Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένα πουλί. Στολισμένο με δυο τέλειες φτερούγες και με γυαλιστερό, πολύχρωμο, υπέροχο φτέρωμα. Μια μέρα, μια γυναίκα είδε το πουλι και το ερωτεύτηκε.
Προσκάλεσε το πουλι να πεταξει μαζί της, και μαζι ταξίδεψαν, πέταξαν, σε μια τελεια αρμονία. Θαύμαζε προσκυνούσε και υμνούσε εκεινο το πουλι. Αλλά μετά σκέφτηκε, και αν θελει να πεταξει μακριά στα βουνα? Και φοβήθηκε φοβήθηκε ότι ποτε δεν θα ενιωθε ξανα το ιδιο για άλλο πουλακι. Τότε σκέφτηκε να βαλει μια παγίδα, όταν το πουλι ξανάρθει δεν θα ξαναφύγει ποτέ.
Το πουλί που ηταν και εκείνο ερωτευμενο μαζι της, επεστρεψε την επόμενη μέρα, επεσε στην παγιδα και κλείστηκε στο κλουβί. Κοίταζε το πουλί κάθε μέρα.
Ηταν εκεί το αντίκειμενο του πόθου της και το εδειχνε στους φίλους της που της έλεγαν. «Τώρα έχεις όλα οσα θα ήθελες». Παρ όλα αυτά μια περίεργη μεταμόρφωση συνέβη, τωρα που είχε το πουλί και δεν χρειαζόταν πια να το κυνηγά, εχασε το ενδιαφέρον της. Το πουλί ανίκανο να πετάξει και να εκφράσει το αληθινο μήνυμα της ζωής του, αρχισε να μαραζώνει, και να χανει την λάμψη του, ασχήμηνε, και η γυναικα πια δεν του εδινε σημασία παρα το τάιζε και καθαριζε το κλουβί του.


Μια μέρα το πουλί πέθανε. Η γυναίκα ένιωσε απιστευτη στεναχωρια και το μονο που εκανε ήταν να το σκεφτεται. Αλλά δεν θυμόταν το κλουβί, σκεφτόταν την μέρα που το ειχε πρωτοδεί, να πετά ελεύθερο αναμεσα στα σύννεφα.Αν είχε κοιτάξει πιο βαθιά μεσα της, θα καταλάβαινε ότι αυτό που την ελκυε στο πουλί ηταν η ελευθερία του, η ενεργεια που είχαν τα φτερα του εν κινήσει, όχι απλά το σωμα του. Χωρίς το πουλί, η ζωη της έχασε ολο της το νοημα, και ο θανατος ήρθε και της χτύπησε την πόρτα. «Γιατί ήρθες?» τον ρώτησε  «Για να μπορέσεις να πετάξεις για άλλη μια φορα μαζί του στον ουρανό» απαντησε ο θανατος. "Αν τον είχες αφήσει ελεύθερο, να ερχεται και να φεύγει, θα τον αγαπούσες και θα τον εκτιμούσες ακόμη περισσότερο, αλλα τώρα χρειαζεσαι εμένα για να τον ξαναβρείς"…
Απόσπασμα απο το βιβλίο "11 λεπτά" του Paulo Coelho

Yπάρχει ενα παραδοσιακό Βάσκικο τραγούδι, που μιλάει για ένα mikr;o πουλί, πολύ όμορφο , με πολύχρωμα φτερά και υπέροχο κελάηδισμα.O ιδιοκτήτης του που το αγαπούσε πολύ, και σκέφτηκε για να μηι το χάσει να τουκοψει τα φτερά.
Ομως  τότε κατάλαβε πως το πουλί  δεν θα  ηταν πια το ίδιο...
Η Joan Baez το 'χει ερμηνεύσει συγκλονιστικά στο Μπιμπάο, το 1988...



HEGOAK EBAKI BANIZKIO
NERIA IZANGO ZEN
EZ ZUEN ALDEGINGO
BAINAN, HONELA
EZ ZEN GEHIAGO TXORIA IZANGO
ETA NIK...TXORIA NUEN MAITE

THE BIRD WHICH IS A BIRD

IF I HAD CUT THE WINGS TO HER
SHE WOULD HAVE BEEN MINE
SHE WOULD NOT BE FLEES
BUT,THUS
SHE WOULD NOT HAVE BEEN ANYMORE A BIRD
AND ME...IT'S THE BIRD WHICH I LOVED



 Joan Baez - Txoria Txori Lyrics | MetroLyrics
« Τελευταία τροποποίηση: Ιουνίου 21, 2014, 11:50:26 πμ από underherfeet »

Αποσυνδεδεμένος giorgos

  • *GF Pervert*
  • *****
  • ΑΠΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2318
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 142
  • -Έλαβε: 256
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #7 στις: Ιουνίου 21, 2014, 03:08:00 μμ »
"Poison never came from such a sweetness"
W.Shakespeare

Αποσυνδεδεμένος giorgos

  • *GF Pervert*
  • *****
  • ΑΠΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2318
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 142
  • -Έλαβε: 256
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #8 στις: Ιουνίου 21, 2014, 03:22:47 μμ »
Ούτε ορθοπεταλιά ούτε γλέντι ήταν η ζωή μου.
Ηταν ανάσκελα στο κύμα!
Έτσι πρέπει να ‘ναι η ζωή, ανάσκελα στο κύμα. Και κάπου κάπου να κουνάς το πόδι σου για να μη σπάσεις το κεφάλι σε κανά βράχο. Και να μη φοβάσαι. Αυτό ξεκίνησε από τη μικρή μου ηλικία, όταν δούλευα με τον πατέρα μου στους δρόμους. Μ' άρεσε να τσακώνομαι γιατί ήξερα πως στο τέλος θα γινόμουν φίλος μ' αυτόν που τσακωνόμουνα. Ακόμη κι αν ο άλλος είναι πιο δυνατός από σένα και έχει πιο πολλά προσόντα από σένα. Αν δει ότι δεν φοβάσαι, σε παραδέχεται κι αυτός, σε εκτιμάει. Σου λέει «έλα, πάμε μαζί να περπατήσουμε».
Στη ρουλέτα και στις γυναίκες σ' ένα νούμερο ποντάρεις, δεν μπορείς να ποντάρεις σε όλα. Όπως ποντάρεις ένα νούμερο στη ρουλέτα κι η μπίλια πέφτει αλλού το ίδιο συμβαίνει και με τη γυναίκα. Η ρουλέτα βασικά είναι άπιστη, άμα σου πέσει η μπίλια ενθουσιάζεσαι όπως και στη γυναίκα. Άμα δεν σου πέσει η μπίλια, άμα σε προδώσει, θυμώνεις μαζί της, τη βρίζεις, τη σκοτώνεις κιόλας άμα θες. Γυναίκες και ρουλέτα, σχεδόν το ίδιο πράγμα.
...Τα όνειρά μου τα έχω πραγματοποιήσει. Όνειρά μου σήμερα είναι η καθημερινή μου ζωή. Χαίρομαι που ξημερώνει, χαίρομαι που νυχτώνει. Πάντα από μικρό παιδί ήθελα να έρθει ένας καιρός που να μπορώ να δουλεύω όπου θέλω, όποτε θέλω και το συγγραφιλίκι μου το ‘φερε. Αλλά δεν θα μπορούσα να φτάσω σε τέτοια ηλικία, αν πριν δεν είχα δουλέψει στη θάλασσα..


Αποσπασμα απο το " Ο Χορος των Ροδων " του Α.Σουρουνη...κρατικο βραβειο λογοτεχνιας 1995
"Poison never came from such a sweetness"
W.Shakespeare

asterenia

  • Επισκέπτης
  • Χυσίματα
  • -Έριξε:
  • -Έλαβε:
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #9 στις: Ιουνίου 21, 2014, 08:53:29 μμ »
Yπάρχει ενα παραδοσιακό Βάσκικο τραγούδι, που μιλάει για ένα mikr;o πουλί, πολύ όμορφο , με πολύχρωμα φτερά και υπέροχο κελάηδισμα.O ιδιοκτήτης του που το αγαπούσε πολύ, και σκέφτηκε για να μηι το χάσει να τουκοψει τα φτερά.
Ομως  τότε κατάλαβε πως το πουλί  δεν θα  ηταν πια το ίδιο...
Η Joan Baez το 'χει ερμηνεύσει συγκλονιστικά στο Μπιμπάο, το 1988...



HEGOAK EBAKI BANIZKIO
NERIA IZANGO ZEN
EZ ZUEN ALDEGINGO
BAINAN, HONELA
EZ ZEN GEHIAGO TXORIA IZANGO
ETA NIK...TXORIA NUEN MAITE

THE BIRD WHICH IS A BIRD

IF I HAD CUT THE WINGS TO HER
SHE WOULD HAVE BEEN MINE
SHE WOULD NOT BE FLEES
BUT,THUS
SHE WOULD NOT HAVE BEEN ANYMORE A BIRD
AND ME...IT'S THE BIRD WHICH I LOVED



 Joan Baez - Txoria Txori Lyrics | MetroLyrics
πραγματικα  υπεροχο   :thumbsup1: :thumbsup1: :thumbsup1:    οπως  και η  ολη ιδεα  του  λογοτεχνικου  καφενειου. 

Αποσυνδεδεμένος giorgos

  • *GF Pervert*
  • *****
  • ΑΠΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2318
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 142
  • -Έλαβε: 256
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #10 στις: Ιουνίου 27, 2014, 12:21:14 πμ »
ενα spot  απο  την μεταφορα σε ταινια της  "Ηλεκτρας"   του Σοφοκλη  ...γυριστηκε το  1974 απο τον Miklos Jancso

« Τελευταία τροποποίηση: Ιουνίου 27, 2014, 12:40:25 πμ από giorgos »
"Poison never came from such a sweetness"
W.Shakespeare

Αποσυνδεδεμένος underherfeet

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 251
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 50
  • -Έλαβε: 70
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #11 στις: Ιουνίου 27, 2014, 09:23:21 πμ »
«Όλοι θεωρούμε αδιανόητο το ότι ο έρωτας της ζωής μας μπορεί να είναι κάτι ελαφρύ, κάτι που δεν ζυγίζει τίποτα, φανταζόμαστε ότι ο έρωτας μας είναι αυτό που έπρεπε να είναι, ότι χωρίς αυτόν η ζωή μας δεν θα ήταν η ζωή μας. Είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Μπετόβεν αυτοπροσώπος, σκυθρωπός κι αναμαλλιασμένος, παίζει το δικό του "Es muss sein" (=πρέπει) για τον μεγάλο έρωτα μας.
Ο Τόμας θυμόταν την παρατήρηση της Τερέζας για τον φίλο του Ζ. και διαπίστωνε ότι η ερωτική ιστορία της ζωής του δεν στηριζόταν πάνω στο "Es muss sein", αλλά μάλλον στο "Es konnte auch anders sein": θα μπορούσε κιόλας να συμβεί διαφορετικά...»

Αλλά το εύθραυστο οικοδόμημα του έρωτα τους θα καταστρεφόταν μια και καλή, γιατί το οικοδόμημα στεκόταν στο ένα και μοναδικό υποστύλωμα της πίστης της και οι έρωτες είναι σαν τις αυτοκρατορίες: μόλις εξαφανίζεται η ιδέα πάνω στην οποία χτίστηκαν, εξαφανίζονται και αυτοί μαζί της.

Ήθελε να γίνει ένα μαζί του. Έτσι τον διαβεβαίωνε πεισματικά, κοιτάζοντας τον μες στα μάτια, ότι δεν ένιωθε ηδονή, παρ' όλο που το χαλί ήταν μουσκεμένο απ' τον οργασμό της: «Δεν ζητάω την ηδονή, ζητάω την ευτυχία, κι η ηδονή χωρίς ευτυχία δεν είναι ηδονή». Μ' άλλα λόγια, χτυπούσε στο κιγκλίδωμα της ποιητικής του μνήμης. Το κιγκλίδωμα όμως ήταν κλειστό. Δεν υπήρχε θέση γι' αυτήν στην ποιητική μνήμη του Τόμας. Δεν υπήρχε θέση γι' αυτήν παρά μόνον πάνω στο χαλί.

Έχω ήδη πει ότι οι μεταφορές είναι επικίνδυνες. Ο έρωτας αρχίζει από μια μεταφορά. Μ' άλλα λόγια: ο έρωτας αρχίζει από τη στιγμή που μια γυναίκα εγγράφεται με μια από τις κουβέντες της, στην ποιητική μας μνήμη. Του διηγήθηκε: «Ήμουν θαμμένη. Από καιρό. Ερχόσουν να με δεις μια φορά την εβδομάδα. Χτυπούσες στον τάφο κι έβγαινα. Τα μάτια μου ήταν γεμάτα χώματα.

«Έλεγες: "Δεν μπορείς να δεις τίποτα", και μου έβγαζες τα χώματα απ' τα μάτια.

»Σου απαντούσα: Έτσι κι αλλιώς, τίποτα δε βλέπω. Έχω τρύπες στη θέση των ματιών".

»Μετά, έλειψες για πολύ καιρό και ήξερα ότι ήσουν με μια άλλη. Οι εβδομάδες περνούσαν και δεν ερχόσουν. Δεν κοιμόμουν πια καθόλου γιατί φοβόμουν μήπως έρθεις και δεν το καταλάβω. Μια μέρα, ήρθες επιτέλους και χτύπησες στον τάφο, άλλα ήμουν τόσο εξαντλημένη που είχα μείνει έναν ολόκληρο μήνα χωρίς να κοιμηθώ, ώστε μόλις που βρήκα τη δύναμη ν' ανέβω και να συρθώ έξω. Όταν πια τα κατάφερα, εσύ έμοιαζες απογοητευμένος. Μου είπες ότι η όψη μου ήταν κακή. Ένιωθα πως δεν σου άρεσα, ότι τα μάγουλα μου ήταν σκαμμένα, ότι έκανα κινήσεις σπασμωδικές.

»Για να δικαιολογηθώ, σου είπα: "Συγχώρεσε με δεν έχω κοιμηθεί όλον αυτόν τον καιρό".

»Κι εσύ είπες με μια καθησυχαστική φωνή που όμως έμοιαζε ψεύτικη: "Βλέπεις, πρέπει να ξεκουραστείς. Θα έπρεπε να πάρεις ένα μήνα διακοπές".

»Και ήξερα καλά τι ήθελες να πεις μιλώντας για διακοπές! Ήξερα ότι ήθελες να μείνεις έναν ολόκληρο μήνα χωρίς να με δεις επειδή θα ήσουν με μια άλλη. Έφυγες και ξανακατέβηκα στο βάθος του τάφου, και ήξερα ότι θα ήμουν ακόμα ένα μήνα χωρίς ύπνο, για να μην έρθεις και δεν το καταλάβω, κι ότι όταν θα ξαναρχόσουν, σ' ένα μήνα, θα ήμουν ακόμα πιο άσχημη και θα ήσουν ακόμα πιο απογοητευμένος».

Ποτέ του δεν είχε ακούσει τίποτα σπαρακτικότερο απ' τη διήγηση αυτή. Έσφιγγε την Τερέζα στην αγκαλιά του, αισθανόταν το κορμί της να τρέμει και νόμιζε ότι δεν είχε πια τη δύναμη να σηκώσει τον έρωτα τους.

Ο πλανήτης μπορούσε να συγκλονίζεται από τις εκρήξεις των βομβών, τη πατρίδα μπορούσε καθημερινά να τη λεηλατεί κι ένας καινούριος εισβολέας, όλοι οι κάτοικοι της συνοικίας μπορούσαν να οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα, όλα αυτά θα τα είχε υπομείνει πιο εύκολα απ' ό,τι θα τολμούσε να ομολογήσει στον εαυτό του. Αλλά η θλίψη ενός μονάχα ονείρου της Τερέζας τού ήταν ανυπόφορη».



 Μίλαν Κούντερα, «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι»

Αποσυνδεδεμένος giorgos

  • *GF Pervert*
  • *****
  • ΑΠΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2318
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 142
  • -Έλαβε: 256
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #12 στις: Ιουνίου 29, 2014, 06:39:57 μμ »
Tα μάτια δεν καλοθωρού' στο μάκρεμα του τόπου,
          μα πλιά μακρά και πλιά καλλιά θωρεί η καρδιά του ανθρώπου·
     εκείνη βλέπει στα μακρά, και στα κοντά γνωρίζει,
          και σ' έναν τόπο βρίσκεται, και σε πολλούς γυρίζει.
     Tα μάτια, να'ναι κι ανοιχτά, τη νύκτα δε θωρούσι·         
          νύκτα και μέρα, τση καρδιάς τα μάτια συντηρούσι.
     Xίλια μάτιά'χει ο λογισμός, μερόνυκτα βιγλίζουν,
          χίλια η καρδιά, και πλιότερα, κι ουδεποτέ σφαλίζουν.
     Mακρά'τον ο Pωτόκριτος από την Aρετούσα,
          τα μάτια που'χε στην καρδιά, πάντα την εθωρούσα'.     
     Eθώρειεν την πού βρίσκουντο', ταχύ, νύκτα, αποσπέρα,
          μ' όλο που δεν την ήβλεπε, με μάτια, την ημέρα.

Αποσπασμα απο τον "Ερωτοκριτο" του Βιτσεντζου Κορναρου, στιχοι 1061-1072
"Poison never came from such a sweetness"
W.Shakespeare

Αποσυνδεδεμένος Jon_X

  • *GreekFoot Fanatic*
  • *****
  • Strange
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 832
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 9
  • -Έλαβε: 26
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #13 στις: Ιουνίου 29, 2014, 09:56:41 μμ »
Σύννεφα με παντελόνια (μέρος IV)
Ραντίζω το δρόμο με το αγίασμα του αίματός μου
τα λουλούδια στα πεζοδρόμια ασπάζονται τα ράκη των ρούχων μου
ο ήλιος θα χορέψει χιλιάδες φορές σαν τη κόρη του Ηρώδη γύρω από την υδρόγειο -
το κεφάλι του βαπτιστή
όταν τελειώσει ο χορός των ετών μου, ο χορός της παραχωρημένης ζωής μου
θα μείνει πίσω μια ατέλειωτη σειρά από κηλίδες αίματος
ως το κατώφλι του πατρικού μου σπιτιού
λερωμένος από το χώμα του τάφου μου θα συρθώ έξω από το χαντάκι του θανάτου
και ανεβάζοντας της φωνής μου τον τόνο θα πω :
Για άκου εδώ κύριε θεέ
δεν πλήττεις άραγε χωμένος εκεί μέσα στον πολτό των σύννεφων
να κάνεις κάθε μέρα γάμους και βαφτήσια ?
ας παίξουμε γαϊτανάκι γύρω από το δέντρο της γνώσης, της αρετής
και της κακίας με άλλα λόγια,
Εσύ ! Εσύ ο πανταχού παρών θα γεμίσεις τις ψωμιέρες
και ο Άγιος Πέτρος σέρνωντας το χορό θα αναστενάξει σα θυμηθεί τα νίατα του
θα γεμίσουμε Εύες και πάλι τον παράδεισο,
Πες το κι έγινε ! Απόψε κιόλας θα πάω στο μπουλεβάρδο Tverskoy
και θα φέρω τα ομορφότερα κορίτσια που είδες ποτέ,
Κουνάς τα καλοχτενισμένα μαλλιά σου ?
Κουνάς το κεφάλι σου και με αποδοκιμάζεις απο εκεί πάνω ?
Σιωπή..,
το σύμπαν κοιμάται έχοντας ακουμπήσει πάνω στο πέπλο του το τεράστιο αυτί του
γεμάτο από τα τσιμπούρια των άστρων"

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

Εδώ μια ωραία απαγγελία από μια κομμένη σκηνή από την ταινία 'Φτηνά Τσιγάρα'

"Vires acquirit eundo" -  (Virgil, Aeneid, book 4, line 175)
English adaptation: "It gains strength by going'

asterenia

  • Επισκέπτης
  • Χυσίματα
  • -Έριξε:
  • -Έλαβε:
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #14 στις: Ιουλίου 01, 2014, 11:00:45 μμ »
Ήταν κάποτε ένας άγγελος, που έπεσε στη γη."
 
(Μπα, κοινότυπη αρχή. Αποκλείεται να ξεκινήσω έτσι αυτό που θέλω να πω. Για πάμε αλλιώς.)
 
"Κάποτε, ένα κρύο βράδυ, βρήκα σ' ένα παγκάκι στην πλατεία, καθισμένο έναν άγγελο."
 
(Τώρα έχει πιο πολύ σασπένς. Αλλά και πάλι, νομίζω ότι έχω γράψει αρκετά κείμενα με παγκάκια και πλατείες. Κι αν πεις για κρύο, άλλο τίποτα. Μα, δεν υπάρχει λίγη έμπνευση ρε γαμώτο; Για πάμε πάλι.)
 
"Τον καιρό που οι άγγελοι έπεφταν στη γη, ένας έπεσε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου μου."
 
(Εντάξει. Το γελοιοποίησα. Και δεν ξέρω αν σκοτώνονται οι άγγελοι από την πτώση ή θα μου ζητά και τα ρέστα ο νόμος για αγγελοκτονία από αμέλεια.
 Λοιπόν, είναι δύσκολο σήμερα να ξεκινήσω την ιστορία. Δεν έχω οίστρο!
 Γελάω μόνος μου! Ωραία λέξη ο "οίστρος". Αν και μάλλον δεν είχα ποτέ οίστρο. Ψυχολογικά προβλήματα είχα. Τώρα δε που το ξανασκέφτομαι, ο οίστρος μάλλον είναι το ψυχολογικό πρόβλημα του δημιουργού. Όχι του Δημιουργού, με Δ κεφαλαίο, αυτός καλά την έχει, του μικρού δημιουργού, του ασήμαντου, αυτού που κομματιάζει την ψυχή του για να εκφράσει τον έρωτα με όποιον τρόπο μπορεί... Γιατί έρωτας είναι όλα, έρωτας ο πόνος, έρωτας η χαρά, έρωτας η αγάπη, έρωτας η ομορφιά, η μουσική, η τέχνη, έρωτας η γνώση, έρωτας η πίστη, η ελευθερία, έρωτας τα όνειρα, έρωτας ο έρωτας...
 Όλα είναι έρωτας. Και ο χειρότερος εχθρός αυτός που σου τον στερεί...
 Εντάξει. Τώρα που τα βρήκαμε φιλοσοφικά, πάμε άλλη μια προσπάθεια να γράψω την ιστορία.)
 
Κάποτε ένας άγγελος έκανε like σε μιαν ανάρτησή μου. Μου έκανε και δεύτερο, και τρίτο, άρχισε να μιλάει για μένα σε άλλους του σιναφιού του, άγγελοι κι αυτοί. 'Αρχισαν να μαζεύονται στις οθόνες τους, να κάνουν like και να γράφουν σχόλια, να λένε "πω πω, αυτός ο άνθρωπος γράφει αγγελικά" -αυτό το τελευταίο το έγραψα από εγωιστική ματαιοδοξία και μόνο, μπορεί να μην έλεγαν και τίποτα.
 
Ένα βράδυ ένας απ' αυτούς, μου έστειλε μέιλ. Λίγο καιρό αργότερα κι άλλος. Και τρίτος. Το πήραν συνήθεια κι έστελναν μέιλς με όμορφα λόγια, συγκινητικά. Κι απάντησα. Κι αρχίσαμε να γνωριζόμαστε καλύτερα με τους αγγέλους. Και μην ακούτε τι σας λένε, ήταν σαν τους ανθρώπους κι αυτοί, ξανθοί, μελαχρινοί, ψηλοί, κοντοί, ακόμα υπήρχε κι ένας χοντρός που απορούσες πως άραγε μπορεί να πετάει, κι ένας αράπης άγγελος, που όλο χαμογελούσε και έλαμπαν τα λευκά του δόντια. Ναι φίλοι μου, οι άγγελοι δεν είναι ξανθοί, με μπούκλες καλοχτενισμένες και ολόλευκες κελεμπίες. Αυτά μας τα λένε από παιδιά, σαν ιστορίες, αυτοί που ποτέ τους δεν συνάντησαν αγγέλους.
 
Εγώ όμως συνάντησα. Λίγο καιρό μετά. Γιατί τι σημασία έχει να γνωριστείς με κάποιον στα κοινωνικά δίκτυα αν δεν βρεθείτε για καφέ μετά; Παρόλο που μου δήλωσε καθαρά ότι "εμείς οι άγγελοι δεν πίνουμε καφέ, διότι μας πειράζει στα νεύρα και οι φτερούγες μας δεν συντονίζονται μετά για να πετάξουμε", εντούτοις συναντηθήκαμε. Και τον αγάπησα. Όλους όσους συναντώ τους αγαπάω, όμως αυτόν τον αγάπησα λίγο παραπάνω. Ήταν ονειροπόλος, έλαμπε, γελούσε συνέχεια, δεν φοβόταν να αγκαλιάσει, να μοιραστεί, να σου εκφράσει την αγάπη του, τον έρωτά του, τα όνειρά του. Ήταν κι η ώρα περασμένη όταν πρωτοσυναντηθήκαμε, πλακώσαμε και κάτι ρακόμελα, ήταν αναμενόμενο να γίνουμε φίλοι. Καλοί φίλοι, όχι από τους άλλους, που εύχονται μόνο στις γιορτές...
 
(Σημείωση: οι άγγελοι μπορεί να μην πίνουν καφέ, πίνουν όμως κανά ρακόμελο, είναι η κρυφή τους αμαρτία στη γη και το πρόσχημα να μάθουν τάχα μου τα μυστικά των ανθρώπων).
 
Που είχαμε μείνει; Α ναι. Στη συνάντηση με τον άγγελό μου. Τι να σας λέω, όλα πήγαιναν καλά, βρισκόμασταν σε μικρά μαγαζάκια της πόλης για ποτό και κουβέντα, στρίβαμε κανά τσιγάρο, μιλούσαμε για πολλά, για το μέλλον, για το παρελθόν. Βέβαια δεν τον άφηνα να μιλήσει πολύ για το δικό του παρελθόν γιατί άντε να να βρεις χρόνο τώρα να χωρέσεις τις ιστορίες του από γενέσεως του κόσμου... Κυρίως σε αυτές τις συναντήσεις μιλούσαμε για όσα μας είχαν πονέσει, και ξέρεις φίλε ψηφιακέ αναγνώστη, όταν μιλάς για αυτά που σε πονούν και τα μοιράζεσαι, θαρρείς και γλυκαίνουν περίεργα, και μικραίνουν, και χάνονται... Και μια διαπίστωση ακόμα: ναι, κι οι άγγελοι πονάνε.
 
Ο καιρός περνούσε. Και όλα έμοιαζαν ιδανικά. Είχα ξεχάσει ότι ο άγγελος είναι άγγελος, τον νόμιζα πια για άνθρωπο, του είχα μάθει δε να ντύνεται σαν εμάς, με τζινάκια και σταράκια παπούτσια, και κανά επώνυμο μπουφάν σε έντονο χρώμα για το εφέ. Και δεν τον ρώτησα ποτέ τι κάνει τις ώρες που δεν είμαστε μαζί, είχα ακούσει αυτά τα "πανταχού παρών" και θεωρούσα ότι μπορεί να είναι διακοπές σε μια θάλασσα τη μια στιγμή και την άλλη να παίζει μπιλιάρδο σε κάποιο καταγώγειο. Ήξερα ότι είχε και μια απροσδιόριστη αποστολή στη γη ή κάτι τέτοιο κουλό, ναι ρε παιδί μου, τέλος πάντων, δεν ήθελα να τον ενοχλώ.
 
Και μια μέρα τον πήρα τηλέφωνο και δεν απάντησε. Του έστειλα μέιλ, δεν ξέρω ποτέ αν το έλαβε. Του έκανα like στα κοινωνικά δίκτυα, δεν αντέδρασε. Του έγραψα και δυο τρία σχόλια, τα άφησε κι αυτά αναπάντητα. Δεν ήξερα αν πρέπει να ανησυχήσω, άλλωστε, αυτοί οι τύποι κάνουν και θαύματα και δεν παθαίνουν κάτι κακό. Όμως δεν μπορούσα να διαχειριστώ εύκολα την ξαφνική εξαφάνιση. Μέχρι που κατηγόρησα τον εαυτό μου ότι κάτι έκανα κακό, κάτι είπα και τον πλήγωσα, τον θύμωσα, έψαχνα να βρω νύχτες πολλές που έκανα λάθος. Κι ένα σωρό αναπάντητα "γιατί" με γέμιζαν, λίγο πριν κοιμηθώ το βράδυ, λίγο αφού ξυπνούσα το πρωί.
 
Γιατί είναι από αιώνες γραφτό, πως όσοι αγαπάς, έρχονται στο μυαλό σου λίγο πριν κοιμηθείς το βράδυ, λίγο αφού ξυπνήσεις το πρωί.
 
Πέρασε καιρός. Ο κόσμος τριγύρω άλλαζε ραγδαία. Μια μάχη η κάθε μέρα, ένας πόλεμος ιδεών, όπλων, θεωριών, για το ποιος θα κατακτήσει την ανθρωπότητα, ποιος θα αποκτήσει τους περισσότερους οπαδούς. Βλακείες. Άνθρωποι έψαχναν τρόπους να κάνουν τους ανθρώπους να τους ακολουθήσουν. Σκόνη γέμισαν οι πόλεις και βοές, βοές ασήμαντες, βλέπεις τίποτα δεν είναι σημαντικό όσο υπάρχει θάνατος, εκτός απ' την αιώνια αγάπη.
 
Από τον άγγελο, κανένα νέο. Είχα θυμώσει, είχα κλάψει, είχα πονέσει, (αυτά δεν τα έχω πει σε κανέναν να ξέρετε), μέχρι που έφτασα να προσευχηθώ ένα βράδυ μετά από χρόνια, να είναι καλά, κι αν μ' ακούει να δώσει ένα σημάδι ύπαρξης. Τίποτα όμως. Στο τέλος πείστηκα ότι δεν ήταν τόπος η γη για τους αγγέλους, ούτε φυσιολογικό ένας άνθρωπος σαν εμένα να κάνει παρέα με ένα τέτοιο πλάσμα, κι ότι όλα ήταν παιχνίδια του μυαλού μου μάλλον, ίσως μια ανωμαλία στη συμπαντική ισορροπία που έπρεπε να έχει αυτή τη φυσιολογική κατάληξη.
 
Και μια μέρα, την ώρα που άκουγα μουσική στ' ακουστικά, μόνος, δίχως να την μοιράζομαι, χτύπησε ο ήχος του μηνύματος στο κινητό μου. Κοίταξα, δεν υπήρχε αποστολέας. Το άνοιξα. Διάβασα.
 
"Είμαι δίπλα σου όποτε με χρειαστείς. Πάντα ήμουν. Απλά τώρα πια δεν με χρειάζεσαι..."
 
Όλη η αγάπη που του είχα με κατέκλυσε, κόντεψε να με πνίξει. Γελούσα. Ένιωσα ότι πλέον η αγάπη είχε γίνει απόλυτη ελευθερία, και για τους δυο.
 
Από τότε δεν τον ξαναέψαξα. Δεν ξαναπόνεσα στη σκέψη του. Κράτησα όμως το όνομά του για nick name...
 
Κι όποτε κατέβαινα στη θάλασσα, ήξερα ότι θα τον συναντήσω...
   Aγγελος Σπυρου