Ήταν κάποτε ένας άγγελος, που έπεσε στη γη."
(Μπα, κοινότυπη αρχή. Αποκλείεται να ξεκινήσω έτσι αυτό που θέλω να πω. Για πάμε αλλιώς.)
"Κάποτε, ένα κρύο βράδυ, βρήκα σ' ένα παγκάκι στην πλατεία, καθισμένο έναν άγγελο."
(Τώρα έχει πιο πολύ σασπένς. Αλλά και πάλι, νομίζω ότι έχω γράψει αρκετά κείμενα με παγκάκια και πλατείες. Κι αν πεις για κρύο, άλλο τίποτα. Μα, δεν υπάρχει λίγη έμπνευση ρε γαμώτο; Για πάμε πάλι.)
"Τον καιρό που οι άγγελοι έπεφταν στη γη, ένας έπεσε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου μου."
(Εντάξει. Το γελοιοποίησα. Και δεν ξέρω αν σκοτώνονται οι άγγελοι από την πτώση ή θα μου ζητά και τα ρέστα ο νόμος για αγγελοκτονία από αμέλεια.
Λοιπόν, είναι δύσκολο σήμερα να ξεκινήσω την ιστορία. Δεν έχω οίστρο!
Γελάω μόνος μου! Ωραία λέξη ο "οίστρος". Αν και μάλλον δεν είχα ποτέ οίστρο. Ψυχολογικά προβλήματα είχα. Τώρα δε που το ξανασκέφτομαι, ο οίστρος μάλλον είναι το ψυχολογικό πρόβλημα του δημιουργού. Όχι του Δημιουργού, με Δ κεφαλαίο, αυτός καλά την έχει, του μικρού δημιουργού, του ασήμαντου, αυτού που κομματιάζει την ψυχή του για να εκφράσει τον έρωτα με όποιον τρόπο μπορεί... Γιατί έρωτας είναι όλα, έρωτας ο πόνος, έρωτας η χαρά, έρωτας η αγάπη, έρωτας η ομορφιά, η μουσική, η τέχνη, έρωτας η γνώση, έρωτας η πίστη, η ελευθερία, έρωτας τα όνειρα, έρωτας ο έρωτας...
Όλα είναι έρωτας. Και ο χειρότερος εχθρός αυτός που σου τον στερεί...
Εντάξει. Τώρα που τα βρήκαμε φιλοσοφικά, πάμε άλλη μια προσπάθεια να γράψω την ιστορία.)
Κάποτε ένας άγγελος έκανε like σε μιαν ανάρτησή μου. Μου έκανε και δεύτερο, και τρίτο, άρχισε να μιλάει για μένα σε άλλους του σιναφιού του, άγγελοι κι αυτοί. 'Αρχισαν να μαζεύονται στις οθόνες τους, να κάνουν like και να γράφουν σχόλια, να λένε "πω πω, αυτός ο άνθρωπος γράφει αγγελικά" -αυτό το τελευταίο το έγραψα από εγωιστική ματαιοδοξία και μόνο, μπορεί να μην έλεγαν και τίποτα.
Ένα βράδυ ένας απ' αυτούς, μου έστειλε μέιλ. Λίγο καιρό αργότερα κι άλλος. Και τρίτος. Το πήραν συνήθεια κι έστελναν μέιλς με όμορφα λόγια, συγκινητικά. Κι απάντησα. Κι αρχίσαμε να γνωριζόμαστε καλύτερα με τους αγγέλους. Και μην ακούτε τι σας λένε, ήταν σαν τους ανθρώπους κι αυτοί, ξανθοί, μελαχρινοί, ψηλοί, κοντοί, ακόμα υπήρχε κι ένας χοντρός που απορούσες πως άραγε μπορεί να πετάει, κι ένας αράπης άγγελος, που όλο χαμογελούσε και έλαμπαν τα λευκά του δόντια. Ναι φίλοι μου, οι άγγελοι δεν είναι ξανθοί, με μπούκλες καλοχτενισμένες και ολόλευκες κελεμπίες. Αυτά μας τα λένε από παιδιά, σαν ιστορίες, αυτοί που ποτέ τους δεν συνάντησαν αγγέλους.
Εγώ όμως συνάντησα. Λίγο καιρό μετά. Γιατί τι σημασία έχει να γνωριστείς με κάποιον στα κοινωνικά δίκτυα αν δεν βρεθείτε για καφέ μετά; Παρόλο που μου δήλωσε καθαρά ότι "εμείς οι άγγελοι δεν πίνουμε καφέ, διότι μας πειράζει στα νεύρα και οι φτερούγες μας δεν συντονίζονται μετά για να πετάξουμε", εντούτοις συναντηθήκαμε. Και τον αγάπησα. Όλους όσους συναντώ τους αγαπάω, όμως αυτόν τον αγάπησα λίγο παραπάνω. Ήταν ονειροπόλος, έλαμπε, γελούσε συνέχεια, δεν φοβόταν να αγκαλιάσει, να μοιραστεί, να σου εκφράσει την αγάπη του, τον έρωτά του, τα όνειρά του. Ήταν κι η ώρα περασμένη όταν πρωτοσυναντηθήκαμε, πλακώσαμε και κάτι ρακόμελα, ήταν αναμενόμενο να γίνουμε φίλοι. Καλοί φίλοι, όχι από τους άλλους, που εύχονται μόνο στις γιορτές...
(Σημείωση: οι άγγελοι μπορεί να μην πίνουν καφέ, πίνουν όμως κανά ρακόμελο, είναι η κρυφή τους αμαρτία στη γη και το πρόσχημα να μάθουν τάχα μου τα μυστικά των ανθρώπων).
Που είχαμε μείνει; Α ναι. Στη συνάντηση με τον άγγελό μου. Τι να σας λέω, όλα πήγαιναν καλά, βρισκόμασταν σε μικρά μαγαζάκια της πόλης για ποτό και κουβέντα, στρίβαμε κανά τσιγάρο, μιλούσαμε για πολλά, για το μέλλον, για το παρελθόν. Βέβαια δεν τον άφηνα να μιλήσει πολύ για το δικό του παρελθόν γιατί άντε να να βρεις χρόνο τώρα να χωρέσεις τις ιστορίες του από γενέσεως του κόσμου... Κυρίως σε αυτές τις συναντήσεις μιλούσαμε για όσα μας είχαν πονέσει, και ξέρεις φίλε ψηφιακέ αναγνώστη, όταν μιλάς για αυτά που σε πονούν και τα μοιράζεσαι, θαρρείς και γλυκαίνουν περίεργα, και μικραίνουν, και χάνονται... Και μια διαπίστωση ακόμα: ναι, κι οι άγγελοι πονάνε.
Ο καιρός περνούσε. Και όλα έμοιαζαν ιδανικά. Είχα ξεχάσει ότι ο άγγελος είναι άγγελος, τον νόμιζα πια για άνθρωπο, του είχα μάθει δε να ντύνεται σαν εμάς, με τζινάκια και σταράκια παπούτσια, και κανά επώνυμο μπουφάν σε έντονο χρώμα για το εφέ. Και δεν τον ρώτησα ποτέ τι κάνει τις ώρες που δεν είμαστε μαζί, είχα ακούσει αυτά τα "πανταχού παρών" και θεωρούσα ότι μπορεί να είναι διακοπές σε μια θάλασσα τη μια στιγμή και την άλλη να παίζει μπιλιάρδο σε κάποιο καταγώγειο. Ήξερα ότι είχε και μια απροσδιόριστη αποστολή στη γη ή κάτι τέτοιο κουλό, ναι ρε παιδί μου, τέλος πάντων, δεν ήθελα να τον ενοχλώ.
Και μια μέρα τον πήρα τηλέφωνο και δεν απάντησε. Του έστειλα μέιλ, δεν ξέρω ποτέ αν το έλαβε. Του έκανα like στα κοινωνικά δίκτυα, δεν αντέδρασε. Του έγραψα και δυο τρία σχόλια, τα άφησε κι αυτά αναπάντητα. Δεν ήξερα αν πρέπει να ανησυχήσω, άλλωστε, αυτοί οι τύποι κάνουν και θαύματα και δεν παθαίνουν κάτι κακό. Όμως δεν μπορούσα να διαχειριστώ εύκολα την ξαφνική εξαφάνιση. Μέχρι που κατηγόρησα τον εαυτό μου ότι κάτι έκανα κακό, κάτι είπα και τον πλήγωσα, τον θύμωσα, έψαχνα να βρω νύχτες πολλές που έκανα λάθος. Κι ένα σωρό αναπάντητα "γιατί" με γέμιζαν, λίγο πριν κοιμηθώ το βράδυ, λίγο αφού ξυπνούσα το πρωί.
Γιατί είναι από αιώνες γραφτό, πως όσοι αγαπάς, έρχονται στο μυαλό σου λίγο πριν κοιμηθείς το βράδυ, λίγο αφού ξυπνήσεις το πρωί.
Πέρασε καιρός. Ο κόσμος τριγύρω άλλαζε ραγδαία. Μια μάχη η κάθε μέρα, ένας πόλεμος ιδεών, όπλων, θεωριών, για το ποιος θα κατακτήσει την ανθρωπότητα, ποιος θα αποκτήσει τους περισσότερους οπαδούς. Βλακείες. Άνθρωποι έψαχναν τρόπους να κάνουν τους ανθρώπους να τους ακολουθήσουν. Σκόνη γέμισαν οι πόλεις και βοές, βοές ασήμαντες, βλέπεις τίποτα δεν είναι σημαντικό όσο υπάρχει θάνατος, εκτός απ' την αιώνια αγάπη.
Από τον άγγελο, κανένα νέο. Είχα θυμώσει, είχα κλάψει, είχα πονέσει, (αυτά δεν τα έχω πει σε κανέναν να ξέρετε), μέχρι που έφτασα να προσευχηθώ ένα βράδυ μετά από χρόνια, να είναι καλά, κι αν μ' ακούει να δώσει ένα σημάδι ύπαρξης. Τίποτα όμως. Στο τέλος πείστηκα ότι δεν ήταν τόπος η γη για τους αγγέλους, ούτε φυσιολογικό ένας άνθρωπος σαν εμένα να κάνει παρέα με ένα τέτοιο πλάσμα, κι ότι όλα ήταν παιχνίδια του μυαλού μου μάλλον, ίσως μια ανωμαλία στη συμπαντική ισορροπία που έπρεπε να έχει αυτή τη φυσιολογική κατάληξη.
Και μια μέρα, την ώρα που άκουγα μουσική στ' ακουστικά, μόνος, δίχως να την μοιράζομαι, χτύπησε ο ήχος του μηνύματος στο κινητό μου. Κοίταξα, δεν υπήρχε αποστολέας. Το άνοιξα. Διάβασα.
"Είμαι δίπλα σου όποτε με χρειαστείς. Πάντα ήμουν. Απλά τώρα πια δεν με χρειάζεσαι..."
Όλη η αγάπη που του είχα με κατέκλυσε, κόντεψε να με πνίξει. Γελούσα. Ένιωσα ότι πλέον η αγάπη είχε γίνει απόλυτη ελευθερία, και για τους δυο.
Από τότε δεν τον ξαναέψαξα. Δεν ξαναπόνεσα στη σκέψη του. Κράτησα όμως το όνομά του για nick name...
Κι όποτε κατέβαινα στη θάλασσα, ήξερα ότι θα τον συναντήσω...
Aγγελος Σπυρου