Ξέχασες το κωδικό; Κάνε εγγραφή!



Αποστολέας Θέμα: Λογοτεχνικό καφενείο  (Αναγνώστηκε 2774 φορές)

0 μέλη και 4 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.

asterenia

  • Επισκέπτης
  • Χυσίματα
  • -Έριξε:
  • -Έλαβε:
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #15 στις: Ιουλίου 04, 2014, 06:45:39 πμ »
Τα Κόκκινα Πέδιλα           
 
             
 
Το αδύνατο σημείο μου είναι τα δακρυσμένα μάτια.

Στην πόλη σήμερα, κατά τις 10:00. Ζέστη και υγρασία. Περπατώ βιαστικός. Τί λέω, σχεδόν τρέχω! Έχω ήδη αργήσει. Δεν προλαβαίνω να απολαύσω τη διαδρομή, να δω χρώματα, μουσικές, αρώματα, ιστορίες της κάθε γωνιάς.

Σε μια βιτρίνα με γυναικεία παπούτσια, σιμά στον προορισμό μου, στέκεται ένας παππούς. Έχει κολλήσει τα μάτια του μέσα στη βιτρίνα, προσπαθεί να διακρίνει. Δείχνει με το δάχτυλο. Καμπουριαστός, με θαλασσί πουκάμισο και γκρί παντελόνι, σαν εισπράκτορας του παρελθόντος και συλλέκτης αναμνήσεων του σήμερα. Με λίγα λευκά μαλλιά να τυλίγουν το κεφάλι του, καλοχτενισμένα. Με ένα ελαφρό τρέμουλο σε όλο του το κορμί. Στέκεται κολλημένος εκεί. Παράδοξη εικόνα που δε μπορεί να ξεφύγει απ' το βλέμμα σου. Στενεύω το βήμα μου, προσέχω περισσότερο να καταλάβω. Κοιτάει μια βιτρίνα με γυναικεία παπούτσια και με το δάχτυλό του δείχνει ένα ζευγάρι κόκκινα πέδιλα, γυαλιστερά...

"Τι άλλο θα δούμε" σκέφτομαι. Κάνω να προσπεράσω.
"Συγνώμη παιδί μου". Γυρίζω το κεφάλι. Τα χάνω. Μου μιλάει. "Πόσο λέει ότι κάνουν τα κόκκινα παπούτσια";

Φαίνεται θλιμμένος. Θα έλεγα δακρυσμένος. Τρέμει το δάχτυλό του καθώς κολλημένο στο τζάμι της βιτρίνας μου τα δείχνει. Κοιτάω.
"150 ευρώ παππού" αποκρίνομαι.

"Πατέρα, έλα, πάμε". Ένας συνομήλικός μου βγαίνει από το διπλανό φούρνο, έρχεται προς το μέρος του, τον πιάνει από το χέρι.
"Να τα πάρω στην κυρά" λέει με τρεμάμενη φωνή ο παππούς. Δεν ξεκολλάει το δάχτυλο από το τζάμι.
"Άλλη φορά πατέρα, πάμε τώρα" επαναλαμβάνει ο γιος και τον τραβάει από τον αγκώνα.

Ο παππούς ακολουθεί, ανήμπορος να επαναστατήσει. Τον βλέπω να κλαίει, να μουρμουρίζει κάτι. Παραξενεύομαι. Ο γιος του τον στηρίζει καθώς τα βήματά του είναι πολύ αργά και κοφτά. Τους παρακολουθώ για λίγο σκεφτικός. Στρίβουν στον πεζόδρομο, κάθονται σε ένα καφενεδάκι.Τελειώνω τη δουλειά που είχα πιο γρήγορα. Περνώντας από το καφενεδάκι τους βλέπω να κάθονται ακόμα. Ο παππούς απαρηγόρητος. Ο γιός να του μιλάει ήρεμα, να του εξηγεί. Μπαίνω στον πειρασμό, κάθομαι δίπλα. Παραγγέλνω έναν ελληνικό διπλό με μια μύτη ζάχαρη και λίγο γάλα. Κάθομαι δίπλα στο γιο. Ο παππούς κλαίει.

"Με ρώτησε πριν λίγο την τιμή των παπουτσιών" λέω σε μια στιγμή που βλέπω ότι δε μιλάνε, προς το γιό. Με κοιτάει. Χαμογελάει. Μου λέει την ιστορία, διστακτικά στην αρχή, ανοίγεται μετά, χαμηλόφωνα, να μην ακούει ο παππούς.

Ο κυρ-Αντρέας είναι 82 ετών. Πάσχει από πάρκινσον. Πριν 2 χρόνια έχασε τη γυναίκα του. Είχαν παντρευτεί στο τέλος της κατοχής, όταν αυτός ήταν 20 κι αυτή 17. Εκαναν 3 παιδιά. Ο Νίκος είναι ο μικρότερος γιος του, ο ανύπαντρος. Έζησαν μαζί 60 χρόνια. Εξήντα καλά χρόνια, γεμάτα αγάπη, έρωτα, στερήσεις, προβλήματα, χαρές, ευτυχία. Εξήντα ζωντανά κι αγαπημένα χρόνια που άλλοι θα ζήλευαν κι εμείς ευχόμαστε να ζήσουμε. Κάθε που γύριζε από τη δουλειά ο κυρ-Αντρέας έφερνε στην "κυρά" του ένα λουλούδι, αγορασμένο ή κομμένο από κήπους όμορφους και πλούσιους, γεμάτο πάντα με χρώμα απ' την καρδιά του. Δε χώρισαν ποτέ, στις καλές και στις κακές μέρες. Μέχρι πριν 2 χρόνια κοιμούνταν ακόμα αγκαλιά τα βράδια. Της έφτιαχνε καφέ. Του έτριβε την πλάτη να χαλαρώσει. Στηρίζονταν ο ένας στον άλλο να περπατήσουν στη βόλτα την απογευματινή τους. Σαν γύριζαν σπίτι, χάνονταν στις συζητήσεις, στις μνήμες τους, σε όμορφα φτιαγμένα, παλιά άλμπουμ. Πόσο χρώμα μπορεί να κρύβει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, παλιά...

Ο κυρ-Αντρέας ήταν έμπορος. Πουλούσε υφάσματα. Η κυρά του δούλευε στο σπίτι. Παλιά μοδίστρα, αυτές που το είχαν μεράκι και τέχνη αυτό που έκαναν. Ήταν πάντα ντυμένος στην τρίχα. Το ίδιο κι η κυρά του. Δεν είναι ανάγκη να έχεις ακριβά ρούχα για να δείχνεις ωραίος. Μέχρι και τα γεράματά τους πρόσεχαν πολύ τον εαυτό τους, την εμφάνισή τους. Αυτό το έβλεπες ακόμα στον κυρ-Αντρέα. Πυκνά συχνά της αγόραζε δώρα: ρούχα, παπούτσια, αρώματα κι εκείνη σε αντάλλαγμα του έφτιαχνε μια πίτα, ένα γλυκό, του έραβε ένα μαξιλάρι με το μονόγραμμά του να το στολίζει.

Μέχρι πριν δύο χρόνια, που κοιμήθηκε μαζί της ένα βράδυ και το πρωί ξύπνησε μόνος...

"Τώρα κλαίει συχνά, του λείπει" μου λέει ο Νίκος, ο γιος που τον έχει έννοια περισσότερο. "Βγαίνουμε μαζί βόλτα, να ξεχνιέται. Έχει λίγο άνοια με την ηλικία, είναι και το πάρκινσον, πιστεύει ότι θα γυρίσει σπίτι και θα τη δει. Γιαυτό ψάχνει κάποιο δώρο να αγοράσει".
"Κοιτούσε KOKKINA ΠΕΔΙΛΑ   πριν λίγο" του λέω. Με κοιτάει. Χαμογελάει.
"Της τα είχε τάξει λίγες μέρες πριν την χάσουμε" λέει και το βλέμμα του βουρκώνει. "Της είχε πει ότι θα της πάρει κόκκινα πέδιλα, γυαλιστερά, και θα την πάει κάπου να χορέψουν".

Ένας κόμπος έχει κάτσει στο λαιμό μου. Σταματάει να μιλάει. Κοιτάει τον πατέρα του που είναι ακόμα δακρυσμένος.

"Πάμε ρε πατέρα" λέει και σηκώνεται. "Πάμε να πάρουμε τα πέδιλα που θέλεις"...

Σηκώνονται. Με αργές κινήσεις. Ο κυρ-Αντρέας με κοιτάει. Το βλέμμα του το γαλανό έχει φωτίσει τώρα. Μια ελπίδα ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. Ο Νίκος τον κρατάει από τον αγκώνα γερά, μην πέσει. Κοφτά, μικρά βηματάκια, αργά.

"Να γράψω την ιστορία στο blog μου;" ρωτάω καθώς γυρίζουν να φύγουν.
"Δημοσιογράφος είσαι;" μου λέει. Γνέφω αρνητικά.
"Με παραξένεψες" συνεχίζει. "Το ενδιαφέρον σου εννοώ"."Έχω ένα αδύνατο σημείο" απαντάω. "Δε μπορώ να βλέπω ανθρώπους να κλαίνε".

Ο παππούς, ο κυρ-Ανδρέας, έκανε να σηκώσει για λίγο το τρεμάμενο χέρι του προς το μέρος μου. Έτσι μπορούσε μόνο να με χαιρετήσει.

"Στο καλό" μουρμούρισα. Απομακρύνθηκαν, έστριψαν.
Aγγελος Σπυρου
« Τελευταία τροποποίηση: Ιουλίου 04, 2014, 06:54:44 πμ από asterenia »

Αποσυνδεδεμένος underherfeet

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 251
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 50
  • -Έλαβε: 70
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #16 στις: Ιουλίου 04, 2014, 08:59:45 πμ »

"Παρόλο που ήταν κοντά στην τελειότητα και άντεχε την τελευταία του πληγή, τού φαινόταν πως αυτοί οι άθρωποι-παιδιά ήταν αδέλφια του, η ματαιοδοξία, η απληστία, και η γελοιότητα τους έχαναν για κείνον κάθε κωμικότητα, γίνονταν κατανοητές, γίνονταν αξιαγάπητες ακόμα και άξιες σεβασμού. Η τυφλή αγάπη μιας μητέρας για το παιδί της,η κουτή, τύφλή περηφάνια ενός φαντασμένου πατέρα για το μοναδικό του γιόκα, η τυφλή, άγρια επιδίωξη μιας νεαρής, φιλάρεσκης γυναίκας για στολίδια και θαυμαστικά αντρικά μάτια, όλα αυτά τα παιδιαρίσματα, όλες αυτές οι απλές, ανόητες, αλλά απίστευτα ισχυρές, απέραντα ζωντανές, οι παθιασμένες ορμές και απληστίες, δεν ήταν πια παιδιάστικες για τον Σιντάρτα΄ έβλεπε τους ανθρώπους να ζουν για αυτές, τους έβλεπε να κατορθώνουν απίστευτα επιτεύγματα χάρη σ'αυτές, να κάνουν ταξίδια, να διεξάγουν πολέμους, να υποφέρουν απέραντα, να υπομένουν απέραντα΄ και τους αγαπούσε γι'αυτό.Έβλεπε τη ζωή, το ζωντανό, το ακατάστρεπτο μέσα σ'όλες τις οδύνες τους, μέσα σ'όλες τις πράξεις τους...''
Έρμαν Έσσε, Σιντάρτα

Αποσυνδεδεμένος kalson kalson

  • *GreekFoot Fanatic*
  • *****
  • Επανεκκίνηση
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 540
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 81
  • -Έλαβε: 95
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #17 στις: Ιουλίου 04, 2014, 11:58:33 πμ »
Ελλάδα, 1940. Όχι η Ελλάδα των ηλιόλουστων διακοπών, αλλά η Ελλάδα του Βορρά, της Μακεδονίας, των Βαλκανίων - και, πιο συγκεκριµένα, η Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτό το λιµάνι µε την αρχαία ιστορία, τις αποβάθρες και τους οίκους ανοχής, τα σκοτεινά σοκάκια και τα τουρκικά αρχοντικά, εκτυλίσσεται ένα αγωνιώδες πολιτικό δράµα. Στα βόρεια σύνορα, ο ελληνικός στρατός έχει αναχαιτίσει την επίθεση του Μουσσολίνι, απωθώντας τις ιταλικές µεραρχίες πίσω στην Αλβανία - κατάγοντας την πρώτη νίκη ενάντια σε µέλος του Άξονα, που έχει υποτάξει ήδη το µεγαλύτερο µέρος της Ευρώπης. Αλλά ο Αδόλφος Χίτλερ δε θα ανεχτεί τέτοια προσβολή: την άνοιξη θα εισβάλει στα Βαλκάνια, και το µόνο που µπορεί να κάνει ο λαός της Θεσσαλονίκης είναι να παρακολουθεί και να περιµένει.

Στο επίκεντρο αυτού του δράµατος βρίσκεται ο Κωνσταντίνος -Κώστας- Ζαννής, υψηλόβαθµο στέλεχος της αστυνοµίας, επικεφαλής µιας υπηρεσίας που χειρίζεται πολιτικές υποθέσεις "ειδικού" ενδιαφέροντος. Και ενώ επίκειται η εισβολή των Ναζί, αρχίζει ο χορός των κατασκόπων - τουρκικό προξενείο, γερµανικές µυστικές υπηρεσίες, Βρετανοί...Την ίδια στιγµή, τα ερωτικά πάθη φουντώνουν στην πόλη. Ο Ζαννής δεν αποτελεί εξαίρεση· ζει τον έρωτα στην αγκαλιά µιας εκπατρισµένης Αγγλίδας, ιδιοκτήτριας σχολής µπαλέτου, µιας Ελληνίδας µε κάπως ιδιαίτερα γούστα και της συζύγου ενός ντόπιου βαθύπλουτου εφοπλιστή...

Από τη Θεσσαλονίκη στο Παρίσι, στο Βερολίνο και πάλι πίσω, οι "Κατάσκοποι των Βαλκανίων" είναι ένα καθηλωτικό µυθιστόρηµα για έναν άντρα που δοκιµάζει τα πάντα και ρισκάρει τα πάντα ορθώνοντας το ανάστηµά του στη µεγαλύτερη κτηνωδία που έχει γνωρίσει ο κόσµος.


Άλαν Φερστ
καλσόν

 

asterenia

  • Επισκέπτης
  • Χυσίματα
  • -Έριξε:
  • -Έλαβε:
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #18 στις: Ιουλίου 08, 2014, 09:50:11 πμ »
 
 
                         Μετά από δύο ώρες έντονης γυμναστικής, μπήκα στη

σάουνα να χαλαρώσω και εκεί αντίκρισα μπροστά μου

μια γυναίκα, πολύ μικρότερη από εμένα, τυλιγμένη με

μια πετσέτα να απολαμβάνει τη μοναξιά και την ηρεμία

που της προσέφερε η καυτή θερμοκρασία. Της έριξα μια

κλεφτή ματιά και κάθισα απέναντί της.

Έκανε τάχα πως δεν με είχε προσέξει. Είχε γείρει πίσω

το κεφάλι και στήριζε το σώμα της με τα δύο της χέρια. Ο

ιδρώτας έσταζε από το λαιμό της και κάθε τόσο τον σκού-

πιζε με μια μικρή φούξια πετσέτα.

Σηκώθηκα, πήρα την ξύλινη κουτάλα και έριξα λίγο

νερό μέσα στον θερμαντήρα της σάουνας. Τη ρώτησα αν

την πειράζει και μου απάντησε με μια αρνητική κίνηση

του κεφαλιού της. Μετά από δέκα λεπτά βγήκαμε και οι

δύο από την καμπίνα και πήγαμε στις ντουζιέρες που

ήταν κοινές για όλες.

Βρεθήκαμε δίπλα-δίπλα κάνοντας ντους με κρύο νερό,

το οποίο είναι ιδανικό μετά από τη σάουνα. Ένιωθα μια

αναζωογόνηση και ταυτόχρονα μια χαλάρωση.

«Θες να σου τρίψω την πλάτη;» με ρώτησε με μια γλυ-

κιά φωνή.

Άνοιξα τα μάτια και την είδα να έχει έρθει μόλις μια

ανάσα από το πρόσωπό μου.

«Δεν είναι κακή ιδέα!» απάντησα και της έδωσα το

σφουγγάρι μου.

Έβαλε αρκετή ποσότητα αφρόλουτρου και άρχισε να

τρίβει την πλάτη μου με απαλές κινήσεις. Ρύθμισε το

νερό να είναι σε ανεκτική θερμοκρασία για το σώμα μου

και με έσπρωξε ελαφριά προς τον τοίχο ώστε να τρέχει

άφθονο το νερό πάνω μου.

Είχα χαλαρώσει ακόμα πιο πολύ και είχα αφεθεί στα

χέρια της, που κατεύθυναν το κορμί μου σε διάφορες στά-

σεις. Όλο μου το σώμα έκανε σπασμούς σε κάθε πέρασμά

της, ανάμεσα στους γλουτούς μου. Ανέβαινε προς τα

πάνω ψηλά και συνέχιζε μετά πάλι προς τα κάτω. Τώρα

πλέον δεν ένιωθα άλλο το σφουγγάρι, αλλά τα χέρια της.

Πρώτη φορά με άγγιζε γυναικείο χέρι εκεί… τόσο

χαμηλά. Στην αρχή ξαφνιάστηκα, όμως μου άρεσε και

παραδόθηκα στη μαγεία της στιγμής.

«Σε ενοχλεί;» με ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Όχι, δεν με πειράζει, συνέχισε…» της είπα, ενώ από

μέσα μου παρακαλούσα να τη νιώσω παντού.

Ολόκληρο το κορμί μου μπήκε σε μια πρωτόγνωρη για

μένα διαδικασία.

Πλέον ένιωθα τα δάχτυλά της, να χαϊδεύουν την κλει-

τορίδα μου και πότε-πότε να μπαίνει το ένα μέσα μου ελα-

φρά. Καύλωσα τόσο πολύ που έσκυψα λίγο κι έτσι βρήκε

ευκαιρία να μπει πιο βαθιά μέσα μου. Με χάιδευε απαλά,

τόσο όμορφα, όσο δεν είχα νιώσει ποτέ με κανέναν. Ένιω-

θα τα υγρά μου να ξεχωρίζουν από το καυτό νερό που

έπεφτε πάνω μου με ορμή. Με είχε τρελάνει, δεν ήθελα

να σταματήσει…
Evie Pride   "ΛΕΣ;"

Αποσυνδεδεμένος underherfeet

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 251
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 50
  • -Έλαβε: 70
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #19 στις: Ιουλίου 08, 2014, 10:38:14 μμ »
Αν μονάχα μπορούσα να το περιορίσω σε μία μαλακία την ημέρα, ή να κρατήσω το όριο στις δύο, ή ακόμα και στις τρεις. Αλλά με την προοπτική του πρόωρου χαμού μου άρχισα να σπάω καινούργια ρεκόρ. Πριν από το φαϊ. Μετά το φαϊ. Την ώρα του φαγητού. Πετάγομαι από το τραπέζι κρατώντας την κοιλιά μου με ύφος τραγικό -ευκοιλιότητα, φωνάζω, έπαθα ευκοιλιότητα- και μόλις κλειδώνομαι στο μπάνιο, φοράω στο κεφάλι μια κιλότα που έχω κλέψει από τη σιφονιέρα της αδελφής μου και την κουβαλάω τυλιγμένη σ' ένα μαντίλι στην τσέπη μου.



Τόσο πολύ με ηλεκτρίζει η γεύση της βαμβακερής κιλότας -τόσο πολύ με ηλεκτρίζει η λέξη "κιλότα", που η τροχιά της εκσπερμάτωσής μου φτάνει σε νέα ύψη: φεύγοντας απ' την ψωλή μου σαν πύραυλος ξεκινάει κατευθείαν για τη λάμπα στο ταβάνι, όπου, προς μεγάλη μου έκπληξη και φρίκη, κάνει διάνα και μένει να κρέμεται. Πανικόβλητος την πρώτη στιγμή σκεπάζω το κεφάλι μου, περιμένοντας να εκραγεί το γυαλί, να ξεσπάσει πυρκαγιά -η καταστροφή, βλέπετε, δε βρίσκεται ποτέ μακριά απ' τη σκέψη μου. Έπειτα, όσο πιο αθόρυβα μπορώ, σκαρφαλώνω στο καλοριφέρ και σκουπίζω το ζεστό ασπράδι με χαρτί τουαλέτας.



Αρχίζω να ψάχνω ευσυνείδητα για την κουρτίνα, την μπανιέρα, τα πλακάκια, τις τέσσερις οδοντόβουρτσες -Θεός φυλάξοι!- και ακριβώς καθώς ετοιμάζομαι να ξεκλειδώσω την πόρτα, πιστεύοντας ότι έχω καλύψει τα ίχνη μου, η καρδιά μου κάνει βουτιά όταν βλέπω τι κρέμεται σαν μύξα στην άκρη του παπουτσιού μου. Είμαι ο Ρασκόλνικοφ της μαλακίας -τα γλιτσερά τεκμήρια βρίσκονται παντού!

Η νόσος του Πόρτνοϋ του Φίλιπ Ροθ

Αποσυνδεδεμένος giorgos

  • *GF Pervert*
  • *****
  • ΑΠΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2318
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 142
  • -Έλαβε: 256
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #20 στις: Ιουλίου 08, 2014, 11:01:12 μμ »
Στου ποταμού τις όχθες
λούζεται η νύχτα
και στης Λολίτας
τα στηθάκια
από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Γυμνή η νύχτα τραγουδά
στου Μάρτη τα γεφύρια
λούζει η Λολίτα το κορμί της
με νάρδους κι αλμυρό νερό
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Η νύχτα από γλυκάνισο κι ασήμι
φεγγοβολά στις στέγες
ασήμι από ρυάκια και καθρέφτες
γλυκάνισο απ' των μηρών της την ασπράδα
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά.

αποσπασμα απο την  Σερενατα του Λορκα
"Poison never came from such a sweetness"
W.Shakespeare

Αποσυνδεδεμένος Jon_X

  • *GreekFoot Fanatic*
  • *****
  • Strange
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 832
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 9
  • -Έλαβε: 26
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #21 στις: Ιουλίου 08, 2014, 11:20:13 μμ »
Αποσπάσματα από τη Χαμένη Άνοιξη του Στρατή Τσίρκα: (ξεφύλι:α αυτά που είχα υπογραμμίσει με μολύβι - το κάνω πάτντα όταν διαβάζω:)

"Αθήνα η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου"

"Ένιωθα την ψυχή μου να μαραζώνει. Λαχτάρησα λιγάκι όνειρο, δυο πρέζες αμαρτία, πόθησα το απρόβλεπτο, διψούσα για λίγη ομορφιά, Σεζάν, Πικάσσο, Λεζέ,..."

"Στα τελευταία, έπιασε να μου φαίνεται παράδεισος ο κόσμος που αφήσαμε, εκεί που ο άνθρωπος εκμεταλεύεται τον άνθρωπο, αλλά που με τη δική σου θέληση μπορείς να γίνεις άγγελος ή σατανάς, ό,τι διαλέξεις."

"Από την κόλαση κανένας δε γύρισε αλώβητος"

"Vires acquirit eundo" -  (Virgil, Aeneid, book 4, line 175)
English adaptation: "It gains strength by going'

Αποσυνδεδεμένος spyros74

  • *GreekFoot Fanatic*
  • *****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 508
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 5
  • -Έλαβε: 88
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #22 στις: Ιουλίου 09, 2014, 01:25:38 μμ »
 ;)

Αποσυνδεδεμένος underherfeet

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 251
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 50
  • -Έλαβε: 70
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #23 στις: Ιουλίου 09, 2014, 03:23:55 μμ »
Άνθρωποι εν πλω εις μητρικήν αγκάλην


Το πλοίον (ένα βαπόρι φορτηγό), πλέει προς τον προορισμόν του. Άνεμοι μέτριοι έως ισχυροί δροσίζουν το θερμό, καλοκαιριάτικο ταξείδι.
Μια γυναίκα, καθισμένη σε σκαμνί, ρεμβάζει στο κατάστρωμα, με ένα μωρό στην αγκαλιά της.
Ένας επιβάτης, ευαίσθητος και οξυδερκής, καθήμενος επί ανακλίντρου, βλέπει, εντεύθεν της κουπαστής, την νέα γυναίκα με το βρέφος, και εκείθεν του κιγκλιδώματος, έχοντας πάντοτε την μάνα και το τέκνον της εντός του οπτικού πεδίου, βλέπει, συγχρόνως, την κυματίζουσα και αφρόεσσα επιφάνεια του πελάγους.
Δελφίνια στιλπνά βυθίζονται και αναδύονται από το ύδωρ. Το ατμόπλοιον λικνίζεται στο κύμα. Το βρέφος λικνίζεται στην μητρικήν αγκάλην. Ο επιβάτης παρατηρεί την μάνα και το βρέφος, και κάποτε αδημονεί, και κάποτε εφησυχάζει.
Ο ορίζων ανέρχεται. Ο ορίζων κατέρχεται. Και ότε μεν υπέρκειται και δεσπόζει, ότε δε κρύπτεται (για μια στιγμή) κάτω απ’ την γραμμή του καταστρώματος.
Ο άνεμος σφυρίζει στους ιστούς και εναρμονίζεται με τους τριγμούς των ξύλων.
Ο ήλιος λάμπει.
Η μάνα ρεμβάζει.
Αίφνης το βρέφος αρχίζει να ουρλιάζη και η μητέρα του (γυνή δολιχοκέφαλος), το ανασηκώνει, του ομιλεί, αλλά δεν ημπορεί να το ησυχάση.
Ο επιβάτης παρατηρεί την νέα γυναίκα και το βρέφος, και μία ελπίς γεννιέται στην καρδιά του… Υπάρχουν μαστοί σαν πορτοκάλλια. Υπάρχουν μαστοί που μοιάζουν με αχλάδια. Υπάρχουν μαστοί που μοιάζουν με ελπίδες.
Το βρέφος εξακολουθεί να ουρλιάζη. Ματαίως η μητέρα του προσπαθεί να το ησυχάση.
Η ελπίς του επιβάτου δυναμώνει.
Το βρέφος ολολύζει πιο πολύ.
Τέλος η μάνα του το αποφασίζει.
Βγάζει γοργά το ένα της βυζί, και δίνει την ρώγα του εις το παιδί της. Το βρέφος, με άμετρη λαχτάρα το αρπάζει, και με ηδονή το πιπιλίζει.
Ο επιβάτης στέκει απότομα στα πόδια του.
Ο ορίζων ανέρχεται.
Ο ορίζων κατέρχεται.
Αστραφτερά, στη θάλασσα, πηδούνε τα δελφίνια.
Το βρέφος πιπιλίζει με μανία. Η μάνα κοιτάζει το παιδί. Ο ήλιος λάμπει. Ο άνεμος μέλπει και σφυρίζει. Με άφατον ηδονήν το βρέφος πιπιλίζει.
Σιγά-σιγά, ο επιβάτης πλησιάζει από πίσω. έπειτα σκύβει, μονομιάς, επάνω απ’ την γυναίκα, και βγάζει το άλλο της βυζί.
Μια αναφώνησις ηχεί. Κανένας δεν ακούει. Ο επιβάτης σκύβει πιο πολύ, και παίρνει στο στόμα του την άλλη ρώγα. Δευτέρα αναφώνησις ηχεί. Μα ο επιβάτης εξακολουθεί.
Άλλη διαμαρτυρία δεν ακούεται. Γιατί να ακουσθή; Ο ήλιος λάμπει. Τα δελφίνια σκιρτούν. Υγρόν ψιμύθιον αφρού αναπηδά από το κύμα. Γιατί να διαμαρτυρηθή η νέα γυναίκα; Γιατί να μεμψιμοιρήση; Τρεις άνθρωποι τέρπονται. Κανένας δεν τους βλέπει.
Η μάνα αφήνεται και αναστενάζει.
Ο έρωτας είναι γλυκός.
Η ζωή ωραία.

Αντί επιλόγου

Το ίδιο βράδυ, η νεαρά γυνή, δέχθηκε στην καμπίνα της τον άγνωστον επιβάτη. Οσάκις ξυπνούσε το παιδί, το έπαιρνε στην αγκαλιά της. Ο άνδρας, όμως, δεν έφευγε. Γιατί να φύγη; Στην ηδονή υπάρχουν πολλαί στάσεις. Ο έρωτας είναι γλυκός. Η ζωή ωραία.

Ανδρέαs  Εμπειρίκοs

Αποσυνδεδεμένος Jon_X

  • *GreekFoot Fanatic*
  • *****
  • Strange
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 832
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 9
  • -Έλαβε: 26
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #24 στις: Ιουλίου 09, 2014, 08:10:35 μμ »
Απόσπασμα από το βιβλίο Βάρδια του Νίκου Καββαδία (εκδ. Άγρα) Βάρδια έκτη

¨Δε βλέπεις παραπέρα από ένα μέτρο, από μισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι από τίποτα. Το' χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι έχει τη δική του μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει! Γιομίζει τα ρουθούνια μου μα δεν μπορώ να σου πω... Ιουδήθ! Είσαι δέκα χιλιάδες μίλια μακριά απ' το Gomel και πέντε από μένα. Ανασαίνεις τον ιδρώτα του Τάσμαν. Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του "Cyrenia", δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμα σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο. - Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το. - Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις; - Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη. - Θέλω τη θήκη μου. Ιουδήθ!... Όλα τα πράγματα έχουνε τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο...Streets are not safe at night. Avoid all saloons. Chagall: ο Αρχιραβίνος. - Ατζαμή! Φίλησέ με. - Μιαν άλλη φορά. Όταν ξανάβρω τη γεύση μου. - Την έχασες; Πού; - Στο Barbados...Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης. - Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω. - Δεν έχω δόντια. Τ΄άφησα σ' ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin. - Χάιδεψε. - Ιουδήθ... Με τι χέρια... .έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ' ένα σπίτι στο Ικίκι...Εκεί ανάμεσα... Μαζί κι ένα ζαφείρι... ένα μεγάλο ζαφείρι. - Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξέ με λοιπόν. - Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος στο Βόλο. Τ' αλλάξαμε. - Κοίταξέ με μέ τα δικά του. - Ήταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι. - Άσε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι. - Ναι. - Πάμε. Κρυώνω. - Στάσου να σου πω ένα παραμύθι. - Δε θέλω. Πάμε. - Κάνει ζέστη μέσα. Ο ανεμιστήρας έχει χαλάσει. Βρωμάει σα φαρμακείο. Είναι κάτι λερωμένα σεντόνια. Μια βρώμικη λεκάνη. Ένας σκορπιός που τρέχει στους τοίχους. Φοβάμαι... - Το σκορπιό; - Eσένα. - Πάμε σου λέω. - Κάνε πέρα τα χέρια σου. Πες κάτι ακόμα. - Λοιπόν... Μόνον ο γερο-Γιεχού δεν κοιμόταν. Διάβαζε δίπλα στη λάμπα με το καπνισμένο γυαλί. Διάβαζε το μεγάλο βιβλίο. Η πόρτα λύγισε στις κοντακιές. Ήμουν δώδεκα χρονών. Δεν πρόφτασα να χτενίσω τα μαλλιά μου τα κόκκινα. Ήτανε δώδεκα, με μαύρους σταυρούς στο μπράτσο. Μεθυσμένοι. Τότε... Μπρος στη μάνα μου, μπροστά στο Γιεχού που προσεύχονταν με μάτια κλεισμένα. - Κι οι δώδεκα; - Δε θυμάμαι. Δεν έχω ζυγώσει άλλον άντρα. Όμως απόψε... Όχι γιατί μ' αρέσεις. Είμαι μονάχα περίεργη. Πάμε. - Αύριο, στο Colombo. - Τώρα. - Δος μου το χέρι σου. Θα σκοντάψεις. Έχει σκαλί. Μην ανάβεις το φως... Ξέρεις.. Είμαι άρρωστος. - Δε με νοιάζει. - Άκου... Είναι σα να χαλάμε το παιχνίδι για να βρούμε το θαύμα. - Θέλω να φορέσω το δικό σου πετσί. Να κλέψω κι εγώ κάτι από σένα. - Κάνε όπως θέλεις. Ό, τι βρεις κλέψε. Δείξε μού το μονάχα... Κι έγινε έτσι, όπως τότε, όταν χάιδεψα ένα γυμνό του Pascin μπροστά σε τρεις φύλακες του Μουσείου, χωρίς να με δούνε...¨

"Vires acquirit eundo" -  (Virgil, Aeneid, book 4, line 175)
English adaptation: "It gains strength by going'

Αποσυνδεδεμένος underherfeet

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 251
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 50
  • -Έλαβε: 70
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #25 στις: Ιουλίου 21, 2014, 10:29:20 πμ »
Ο Ουίνστον ανακάθισε και όρθωσε το σώμα του. Ρεύτηκε. Το τζιν του ανέβηκε στο στόμα.

Η προσοχή του ξανασυγκεντρώθηκε στη σελίδα. Πρόσεξε πως ενώ είχε ξεχαστεί ονειροπολώντας, ταυτόχρονα έγραφε μηχανικά. Και τα γράμματά του δεν ήταν πια αδέξια και σφιγμένα όπως πριν. Η πένα του είχε γλιστρήσει με ηδονή πάνω στο λείο χαρτί και είχε σχηματίσει μεγάλα, κεφαλαία, καθαρά γράμματα.

ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ

ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ

ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ

ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ

ξανά και ξανά, γεμίζοντας μισή σελίδα.

Δεν μπόρεσε να κατανικήσει ένα αίσθημα πανικού. Ήταν παράλογο, αφού το να γράψει αυτές τις συγκεκριμένες λέξεις, δεν ήταν πιο επικίνδυνο από την αρχική πράξη ν' αρχίσει το ημερολόγιο ; αλλά για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να σκίσει τις γραμμένες σελίδες και να τα εγκαταλείψει όλα.

Παρ' όλα αυτά δεν το 'κανε, γιατί ήξερε πως ήταν άσκοπο. Είτε είχε γράψει ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ είτε όχι, δεν είχε σημασία. Είτε συνέχιζε είτε σταματούσε να γράφει το ημερολόγιο δεν είχε σημασία. Είχε διαπράξει - θα το είχε διαπράξει ακόμα κι αν δεν είχε πιάσει την πένα στα χέρια του - το βασικό έγκλημα που περιείχε όλα τ' άλλα μέσα του. Έγκλημα Σκέψης το έλεγαν. Το Έγκλημα Σκέψης δεν ήταν κάτι που μπορούσε να κρύψει κανείς για πάντα. Μπορούσες να ξεγελάσεις με επιτυχία για λίγο ακόμα και για χρόνια, αλλά αργά ή γρήγορα θα σ' έπιαναν.

Πάντα τη νύχτα , οι συλλήψεις γίνονταν πάντα τη νύχτα. Το ξαφνικό τίναγμα μεσ' τον ύπνο, το τραχύ χέρι που τράνταζε τον ώμο σου, τα φώτα να πέφτουν εκτυφλωτικά μεσ' τα μάτια σου, τα σκληρά πρόσωπα που περικύκλωναν το κρεβάτι σου. στις περισσότερες περιπτώσεις δε γινόταν δίκη, ούτε αναφέρονταν η σύλληψη. Οι άνθρωποι απλώς εξαφανίζονταν, πάντα μεσ' τη νύχτα. Τ' όνομά σου σβηνόταν από τους καταλόγους, κάθε στοιχείο για κάθε τι που είχες κάνει εξαλειφόταν, η κάποτε ύπαρξή σου δεν αναγνωριζόταν, και ξεχνιόταν. Είχες καταστραφεί, είχες εκμηδενιστεί : ΕΙΧΕΣ ΕΞΑΤΜΙΣΘΕΙ ήταν η λέξη που χρησιμοποιούσαν γι' αυτό.

Για μια στιγμή τον κατέλαβε ένα είδος υστερίας. Άρχισε να γράφει βιαστικά με ακατάστατα γράμματα :

Θα με σκοτώσουν δε με νοιάζει. Θα με τουφεκίσουν στο σβέρκο, δε με νοιάζει κάτω ο μεγάλος αδερφός πάντα σε τουφεκίζουν πίσω στο σβέρκο δε με νοιάζει κάτω ο μεγάλος αδερφός!

Έγειρε στη ράχη της καρέκλας του, λίγο ντροπιασμένος με τον εαυτό του, και άφησε την πένα. Την άλλη στιγμή αναπήδησε ταραγμένος. Ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα.

1984 ,Τζωρτζ Οργουελ

Αποσυνδεδεμένος underherfeet

  • Μέγας ποδολάγνος
  • ****
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 251
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 50
  • -Έλαβε: 70
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #26 στις: Ιουλίου 21, 2014, 10:35:13 πμ »
Ο Ουίνστον έγραψε:

Δεν θα επαναστατήσουν αν δεν αποκτήσουν συνείδηση, και δεν θα αποκτήσουν συνείδηση αν δεν επαναστατήσουν.

Αυτό σκέφτηκε, θα μπορούσε να 'ναι σχεδόν μια αντιγραφή από κάποιο βιβλίο του Κόμματος. Το Κόμμα, βέβαια, ισχυριζόταν πως είχε απελευθερώσει τους προλετάριους από τη σκλαβιά. Πριν από την επανάσταση, είχαν υποστεί φοβερή καταπίεση από τους καπιταλιστές. Τους άφηναν να πεθαίνουν από την πείνα, τους μαστίγωναν, έστελναν τις γυναίκες να δουλεύουν στα ανθρακωρυχεία (άλλωστε ακόμη και τώρα οι γυναίκες δούλευαν στα ανθρακωρυχεία), πουλούσαν τα παιδιά τους στα εργοστάσια από έξι χρονών.
 Παράλληλα όμως μ' αυτά, πιστό στις αρχές της διπλής σκέψης το κόμμα δίδασκε ότι οι προλετάριοι ήταν από τη φύση τους κατώτερα όντα και ότι έπρεπε να κρατιούνται σε υποταγή σαν τα ζώα. Για να γίνεται αυτό, έπρεπε να εφαρμόζονται μερικοί απλοί κανόνες. Στην πραγματικότητα πολύ λίγα πράγματα ήταν γνωστά για τους προλετάριους. Δε χρειαζόταν να ξέρει κανείς πολλά γι' αυτούς.

Όσο συνέχιζαν να δουλεύουν, να γεννοβολούν, όλες οι άλλες δραστηριότητές τους δεν είχαν καμία σημασία. Αφημένοι στην τύχη τους , σαν τα αμολημένα κοπάδια στις πεδιάδες της Αργεντινής, είχαν ξαναγυρίσει σ' ένα τρόπο ζωής που τους φαινόταν φυσικός, πάνω στα πρότυπα των προγόνων τους. Γεννιόνταν, μεγάλωναν στους δρόμους, πήγαιναν στη δουλειά από τα δώδεκά τους χρόνια, περνούσαν μια σύντομη περίοδο ανθηρής ομορφιάς και σεξουαλικού πόθου, παντρεύονταν στα είκοσι, ήταν κιόλας μεσόκοποι στα τριάντα, και πέθαιναν συνήθως γύρω στα εξήντα τους.
Η βαριά δουλειά, η φροντίδα για το σπίτι και τα παιδιά, οι μικροπρεπείς καβγάδες με τους γείτονες, κινηματογράφος, ποδόσφαιρο, μπύρα και πάνω απ' όλα ο τζόγος, αποτελούσαν όλο κι όλο τον πνευματικό τους ορίζοντα.
 Δεν ήταν δύσκολο να τους ελέγχει το Κόμμα. Κυκλοφορούσαν διαρκώς ανάμεσά τους πράκτορες της Αστυνομίας της Σκέψης, διαδίδοντας ψεύτικες φήμες. Και σημείωναν και εξοστράκιζαν τα λιγοστά άτομα που έκριναν ότι μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνα.
 Δεν έκαναν όμως καμιά προσπάθεια να τους μυήσουν στην ιδεολογία του Κόμματος. Το Κόμμα δεν ήθελε να έχουν οι προλετάριοι πολιτική συνείδηση.
 Ό,τι ζητούσε απ' αυτούς ήταν ένας πρωτόγονος πατριωτισμός τον οποίον μπορούσε να επικαλείται κάθε φορά που χρειαζόταν να τους κάνει να δεχθούν περισσότερες ώρες δουλειάς ή μειωμένο συσσίτιο. Ακόμα κι όταν ήταν δυσαρεστημένοι - πράγμα που γινόταν καμιά φορά - η δυσαρέσκειά τους δεν οδηγούσε πουθενά, γιατί μην έχοντας γενικές απόψεις, συγκεντρώνονταν μόνο σε ασήμαντες προσωπικές στεναχώριες. Τα σημαντικά πράγματα τους διέφευγαν.

 Οι περισσότεροι προλετάριοι δεν είχαν καν τηλεοθόνες σπίτι τους. Ακόμα και η ασφάλεια πολύ λίγο ανακατευόταν στις δουλειές τους. Υπήρχε ένα μεγάλο ποσοστό εγκληματικότητας στο Λονδίνο, ολόκληρο κράτος εν κράτει από κλέφτες, ληστές, πόρνες, λαθρέμπορους ναρκωτικών, και φυγόδικους κάθε λογής αλλ' αφού αυτά συνέβαιναν μεταξύ των προλετάριων, δεν είχαν σημασία. Στα θέματα ηθικής ήταν ελεύθεροι να ακολουθούν τον κώδικα των προγόνων τους. Ο σεξουαλικός πουριτανισμός του Κόμματος δεν επιβάλλονταν σ' αυτούς. Οι σεξουαλικές σχέσεις δεν τιμωρούνταν, το διαζύγιο επιτρεπόταν. Ακόμα και η θρησκευτική λατρεία θα επιτρεπόταν αν οι προλετάριοι έδειχναν κανένα σημάδι ότι τη χρειάζονταν ή την ήθελαν. Ήταν υπεράνω κάθε υποψίας. Όπως έλεγε και ένα σύνθημα του Κόμματος «τα ζώα και οι προλετάριοι είναι ελεύθεροι».

1984 Τζωρτζ Οργουελ

Αποσυνδεδεμένος giorgos

  • *GF Pervert*
  • *****
  • ΑΠΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2318
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 142
  • -Έλαβε: 256
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #27 στις: Ιουλίου 24, 2014, 12:08:34 πμ »


Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’  ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει- ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει –ακούς;
Είμ’εγώ που φωνάζω κι ειμ’ εγώ που κλαίω. Μ’ ακούς
Σ’αγαπώ, σ’αγαπώ, μ’ ακούς

Αποσπασμα απο "Το Μονόγραμμα" του Ελυτη
"Poison never came from such a sweetness"
W.Shakespeare

Αποσυνδεδεμένος giorgos

  • *GF Pervert*
  • *****
  • ΑΠΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2318
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 142
  • -Έλαβε: 256
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #28 στις: Ιουλίου 24, 2014, 12:10:31 πμ »
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

"Μόνο γιατί μ'αγάπησες" της Μαρίας Πολυδούρη
"Poison never came from such a sweetness"
W.Shakespeare

Αποσυνδεδεμένος giorgos

  • *GF Pervert*
  • *****
  • ΑΠΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
  • Φύλο: Άντρας
  • Μηνύματα: 2318
    • Προφίλ
  • Χυσίματα
  • -Έριξε: 142
  • -Έλαβε: 256
Απ: Λογοτεχνικό καφενείο
« Απάντηση #29 στις: Ιουλίου 24, 2014, 09:56:20 μμ »
Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.

Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.

Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.

      " Η Αγαπη " του Κωστα Ουρανη
"Poison never came from such a sweetness"
W.Shakespeare