Τα Κόκκινα Πέδιλα
Το αδύνατο σημείο μου είναι τα δακρυσμένα μάτια.
Στην πόλη σήμερα, κατά τις 10:00. Ζέστη και υγρασία. Περπατώ βιαστικός. Τί λέω, σχεδόν τρέχω! Έχω ήδη αργήσει. Δεν προλαβαίνω να απολαύσω τη διαδρομή, να δω χρώματα, μουσικές, αρώματα, ιστορίες της κάθε γωνιάς.
Σε μια βιτρίνα με γυναικεία παπούτσια, σιμά στον προορισμό μου, στέκεται ένας παππούς. Έχει κολλήσει τα μάτια του μέσα στη βιτρίνα, προσπαθεί να διακρίνει. Δείχνει με το δάχτυλο. Καμπουριαστός, με θαλασσί πουκάμισο και γκρί παντελόνι, σαν εισπράκτορας του παρελθόντος και συλλέκτης αναμνήσεων του σήμερα. Με λίγα λευκά μαλλιά να τυλίγουν το κεφάλι του, καλοχτενισμένα. Με ένα ελαφρό τρέμουλο σε όλο του το κορμί. Στέκεται κολλημένος εκεί. Παράδοξη εικόνα που δε μπορεί να ξεφύγει απ' το βλέμμα σου. Στενεύω το βήμα μου, προσέχω περισσότερο να καταλάβω. Κοιτάει μια βιτρίνα με γυναικεία παπούτσια και με το δάχτυλό του δείχνει ένα ζευγάρι κόκκινα πέδιλα, γυαλιστερά...
"Τι άλλο θα δούμε" σκέφτομαι. Κάνω να προσπεράσω.
"Συγνώμη παιδί μου". Γυρίζω το κεφάλι. Τα χάνω. Μου μιλάει. "Πόσο λέει ότι κάνουν τα κόκκινα παπούτσια";
Φαίνεται θλιμμένος. Θα έλεγα δακρυσμένος. Τρέμει το δάχτυλό του καθώς κολλημένο στο τζάμι της βιτρίνας μου τα δείχνει. Κοιτάω.
"150 ευρώ παππού" αποκρίνομαι.
"Πατέρα, έλα, πάμε". Ένας συνομήλικός μου βγαίνει από το διπλανό φούρνο, έρχεται προς το μέρος του, τον πιάνει από το χέρι.
"Να τα πάρω στην κυρά" λέει με τρεμάμενη φωνή ο παππούς. Δεν ξεκολλάει το δάχτυλο από το τζάμι.
"Άλλη φορά πατέρα, πάμε τώρα" επαναλαμβάνει ο γιος και τον τραβάει από τον αγκώνα.
Ο παππούς ακολουθεί, ανήμπορος να επαναστατήσει. Τον βλέπω να κλαίει, να μουρμουρίζει κάτι. Παραξενεύομαι. Ο γιος του τον στηρίζει καθώς τα βήματά του είναι πολύ αργά και κοφτά. Τους παρακολουθώ για λίγο σκεφτικός. Στρίβουν στον πεζόδρομο, κάθονται σε ένα καφενεδάκι.Τελειώνω τη δουλειά που είχα πιο γρήγορα. Περνώντας από το καφενεδάκι τους βλέπω να κάθονται ακόμα. Ο παππούς απαρηγόρητος. Ο γιός να του μιλάει ήρεμα, να του εξηγεί. Μπαίνω στον πειρασμό, κάθομαι δίπλα. Παραγγέλνω έναν ελληνικό διπλό με μια μύτη ζάχαρη και λίγο γάλα. Κάθομαι δίπλα στο γιο. Ο παππούς κλαίει.
"Με ρώτησε πριν λίγο την τιμή των παπουτσιών" λέω σε μια στιγμή που βλέπω ότι δε μιλάνε, προς το γιό. Με κοιτάει. Χαμογελάει. Μου λέει την ιστορία, διστακτικά στην αρχή, ανοίγεται μετά, χαμηλόφωνα, να μην ακούει ο παππούς.
Ο κυρ-Αντρέας είναι 82 ετών. Πάσχει από πάρκινσον. Πριν 2 χρόνια έχασε τη γυναίκα του. Είχαν παντρευτεί στο τέλος της κατοχής, όταν αυτός ήταν 20 κι αυτή 17. Εκαναν 3 παιδιά. Ο Νίκος είναι ο μικρότερος γιος του, ο ανύπαντρος. Έζησαν μαζί 60 χρόνια. Εξήντα καλά χρόνια, γεμάτα αγάπη, έρωτα, στερήσεις, προβλήματα, χαρές, ευτυχία. Εξήντα ζωντανά κι αγαπημένα χρόνια που άλλοι θα ζήλευαν κι εμείς ευχόμαστε να ζήσουμε. Κάθε που γύριζε από τη δουλειά ο κυρ-Αντρέας έφερνε στην "κυρά" του ένα λουλούδι, αγορασμένο ή κομμένο από κήπους όμορφους και πλούσιους, γεμάτο πάντα με χρώμα απ' την καρδιά του. Δε χώρισαν ποτέ, στις καλές και στις κακές μέρες. Μέχρι πριν 2 χρόνια κοιμούνταν ακόμα αγκαλιά τα βράδια. Της έφτιαχνε καφέ. Του έτριβε την πλάτη να χαλαρώσει. Στηρίζονταν ο ένας στον άλλο να περπατήσουν στη βόλτα την απογευματινή τους. Σαν γύριζαν σπίτι, χάνονταν στις συζητήσεις, στις μνήμες τους, σε όμορφα φτιαγμένα, παλιά άλμπουμ. Πόσο χρώμα μπορεί να κρύβει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, παλιά...
Ο κυρ-Αντρέας ήταν έμπορος. Πουλούσε υφάσματα. Η κυρά του δούλευε στο σπίτι. Παλιά μοδίστρα, αυτές που το είχαν μεράκι και τέχνη αυτό που έκαναν. Ήταν πάντα ντυμένος στην τρίχα. Το ίδιο κι η κυρά του. Δεν είναι ανάγκη να έχεις ακριβά ρούχα για να δείχνεις ωραίος. Μέχρι και τα γεράματά τους πρόσεχαν πολύ τον εαυτό τους, την εμφάνισή τους. Αυτό το έβλεπες ακόμα στον κυρ-Αντρέα. Πυκνά συχνά της αγόραζε δώρα: ρούχα, παπούτσια, αρώματα κι εκείνη σε αντάλλαγμα του έφτιαχνε μια πίτα, ένα γλυκό, του έραβε ένα μαξιλάρι με το μονόγραμμά του να το στολίζει.
Μέχρι πριν δύο χρόνια, που κοιμήθηκε μαζί της ένα βράδυ και το πρωί ξύπνησε μόνος...
"Τώρα κλαίει συχνά, του λείπει" μου λέει ο Νίκος, ο γιος που τον έχει έννοια περισσότερο. "Βγαίνουμε μαζί βόλτα, να ξεχνιέται. Έχει λίγο άνοια με την ηλικία, είναι και το πάρκινσον, πιστεύει ότι θα γυρίσει σπίτι και θα τη δει. Γιαυτό ψάχνει κάποιο δώρο να αγοράσει".
"Κοιτούσε KOKKINA ΠΕΔΙΛΑ πριν λίγο" του λέω. Με κοιτάει. Χαμογελάει.
"Της τα είχε τάξει λίγες μέρες πριν την χάσουμε" λέει και το βλέμμα του βουρκώνει. "Της είχε πει ότι θα της πάρει κόκκινα πέδιλα, γυαλιστερά, και θα την πάει κάπου να χορέψουν".
Ένας κόμπος έχει κάτσει στο λαιμό μου. Σταματάει να μιλάει. Κοιτάει τον πατέρα του που είναι ακόμα δακρυσμένος.
"Πάμε ρε πατέρα" λέει και σηκώνεται. "Πάμε να πάρουμε τα πέδιλα που θέλεις"...
Σηκώνονται. Με αργές κινήσεις. Ο κυρ-Αντρέας με κοιτάει. Το βλέμμα του το γαλανό έχει φωτίσει τώρα. Μια ελπίδα ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. Ο Νίκος τον κρατάει από τον αγκώνα γερά, μην πέσει. Κοφτά, μικρά βηματάκια, αργά.
"Να γράψω την ιστορία στο blog μου;" ρωτάω καθώς γυρίζουν να φύγουν.
"Δημοσιογράφος είσαι;" μου λέει. Γνέφω αρνητικά.
"Με παραξένεψες" συνεχίζει. "Το ενδιαφέρον σου εννοώ"."Έχω ένα αδύνατο σημείο" απαντάω. "Δε μπορώ να βλέπω ανθρώπους να κλαίνε".
Ο παππούς, ο κυρ-Ανδρέας, έκανε να σηκώσει για λίγο το τρεμάμενο χέρι του προς το μέρος μου. Έτσι μπορούσε μόνο να με χαιρετήσει.
"Στο καλό" μουρμούρισα. Απομακρύνθηκαν, έστριψαν.
Aγγελος Σπυρου