Η ΔΟΥΛΑ (μέρος Χ)
Έβγαλε όλα του τα ρούχα, τα δίπλωσε, τα άφησε στην άκρη και μπήκε κάτω από το ντους. Το δροσερό νερό τον ανακούφισε καθώς είχε λιώσει από την ζέστη τόσες ώρες κλεισμένος στο πλυσταριό, ενώ σερνάμενος στο πάτωμα είχε γεμίσει σκόνες.
Ωστόσο το σαπούνι τον έτσουξε. Οι πληγές από το μαστίγωμα δεν προλάβαιναν να κλείσουν, καθώς η Αφέντρα του τον έδερνε κάθε μέρα, κάποτε και δυο φορές τη μέρα: «Για όσα έκανες και για όσα δεν έκανες» του έλεγε γελώντας. Τον έδερνε ακόμα κι όταν τα έκανε όλα τέλεια, ΑΚΡΙΒΩΣ επειδή τα έκανε όλα τέλεια: «Το γεγονός ότι δεν μου δίνεις αφορμές να σε σαπίσω με εκνευρίζει αφόρητα», του είχε πει μια φορά. «Τι μας το παίζεις, ο mr τελειος; Αλλά θα σε δέρνω έτσι κι αλλιώς, γιατί απλώς μου την σπάς και γιατί με καυλώνει, παλιομαλάκα…».
Έτσι οι πληγές του δεν έκλεινα ποτέ και τον έτσουζαν. Συχνά δεν μπορούσε να κοιμηθεί ανάσκελα γιατί η κυρά του τού είχε οργωσει την πλάτη και πλέον καθόταν σπάνια. Η κυρά του συνήθιζε να τον μαστιγώνει στον κόλο με σκληρές βέργες από μπαμπού και σταματούσε μόνο όταν έσπαγαν. Αν προσθέσει κανείς και τον καθημερινό βιασμό του γίνεται προφανές πως του ήταν πλέον αδύνατον να στέκεται καθιστός.
Τελείωσε γρήγορα το μπάνιο, στα 2,5 λεπτά και βγήκε. Σκουπίστηκε καλά, πήρε το κολάρο, το πέρασε στον λαιμό του κι έπεσε στα γόνατα με το κεφάλι στο πάτωμα και τα χέρια σε στάση ικεσίας. Έτσι τον βρήκε η υπηρέτρια όταν μπήκε μερικά δευερόλεπτα αργότερα: «Μάλιστα, στην ώρα σου, κάτι άρχισες να μαθαίνεις». Τον πλησίασε, πέρασε μιαν αλυσίδα στον κρίκο του κολάρου και τον τράβηξε με δύναμη: «προχώρα μαλάκα, στα τέσσερα».
Διέσχισαν και πάλι το χολ και ξαναμπήκαν στο μεγάλο σαλόνι. Δυο γυναίκες, η Κυρία Στέλλα και η φίλη Της συνομιλούσαν χαμηλόφωνα. Η υπηρέτρια άφησε το λουρί, πλησίασε τις δυο Κυρίας και γονάτισε μπροστά τους. Έσκυψε και φίλησε την μύτη από το δεξί παπούτσι κάθε Κυρίας και είπε: «ο δούλος Σας είναι έτοιμος για χρήση».
Η Κυρία Στέλλα άπλωσε το παπούτσι της ξανά, έσπρωξε ελαφρά την υπηρέτρια και τις είπε: «μπορείς να πηγαίνεις». Η υπηρέτρια, οπισθοχώρησε χωρίς να σηκωθεί, στα τέσσερα, και μόνο όταν απομακρύνθηκε από τις Κυρίες σηκώθηκε στα δύο της πόδια. Ξαφνικά η Κυρία Στέλλα την σταμάτησε: «Δεν μου είπες, πως τα πήγε με τις δουλειές;»
Η υπηρέτρια κοντοστάθηκε χαμήλωσε το κεφάλι και είπε: «Ο δούλος δεν γυάλισε ούτε τα μισά παπούτσια σας Κυρία. Και έσπασε ένα κούμπωμα στο σουτιέν Σας».
«Κατάλαβα! Πλήρης αποτυχία δηλαδή. Τελείως άχρηστος. Καλά θα λογαριαστούμε μαζί του μετά για όλα αυτά. Προηγείται η διασκέδαση. Εσύ εξαφανίσου τώρα», ξαναείπε στην υπηρέτρια. «Και μη νομίζεις πως θα την γλυτώσεις για τις δικές του μαλακίες. Μαζί θα την πληρώσετε».
Η υπηρέτρια έφυγε ρίχνοντας ένα βλέμμα γεμάτο μίσος στον δουλο που όλη αυτή την ώρα καθόταν ακίνητος με το μέτωπο στο πάτωμα.
«Εσύ, μαλάκα», είπε η Κυρία Στέλλα απευθυνόμενη στον δούλο. «Σήκω και στάσου μπροστά μας. Τα χέρια στην θέση του σκλάβου…».
Ο δούλος σηκώθηκε και στάθηκε γυμνός μπροστά στις δύο Γυναίκες, με τα χέρια πίσω απο την πλάτη στην θέση του σκλάβου.
«Τι είσαι εσύ;», τον ρώτησε
«Ο μαλάκας Σας» απάντησε εκείνος
Οι δυο Κυρίες γέλασαν: «Πόσο μαλάκας είσαι δηλαδή;»
«Πολύ μαλάκας Κυρία, ο πιο μεγάλος μαλάκας που έχετε γνωρίσει…».
«Σε φωνάζανε μαλάκα τα κορίτσια όταν ήσουν μικρός;»
«Όχι Κυρία αλλά μου φέρονταν σαν να είμαι μαλάκας. Καμία δεν δεχόταν να τα φτιάξει μαζί μου και με είχαν μόνο για να με στέλνουν για θελήματα ή για να τους αγοράζω πράγματα»
«Σε κάβλωνε αυτό, ότι σου φέρονταν έτσι;»
«Μάλιστα Κυρία».
Έγινε μια παύση λίγων δευτερολέπτων. Οι δυο Κυρίες κάτι είπαν χαμηλόφωνα
«Περπάτησε εδώ μπροστά μας», του ειπε η Κυρία Στέλλα. Εκείνος, με αργά, μικρά βήματα, περπάτησε μπροστά τους σχηματίζοντας έναν κυκλο μέχρι που ξαναβρέθηκε στο ίδιο σημείο. Εκεί σταμάτησε. «Κάνε έναν κύκλο. Αργά, πολύ αργά». Εκείνος υπάκουσε.
Οι δυο Κυρίες χάζευαν την σκαμμένη από το μαστίγιο πλάτη του: «Βλέπω η αδερφή σου του τις βρέχει κανονικά», μίλησε για πρώτη φορά η φίλη της Κυρίας.
«Α, μην το συζητάς. Τέτοιος άχρηστος που είναι, τέτοιος μαλάκας. Αλλά να δεις εγώ τι του ετοιμάζω για το σουτιέν που μου έσπασε». Σταμάτησε για λίγο και κοίταξε τον δούλο ανάμεσα στα σκέλια του.
«Πώς σου φαίνεται το πουλί του;» ρώτησε η Κύρια τη φίλη Της.
«Το ποιο; Που ‘ν’ το;» απάντησε εκείνη κι έσκασαν στα γέλια, αντικρίζοντας το πραγματικά ζαρωμένο, άτριχο, θλιβερό πέος του. «Τουλάχιστον κολοτρυπίδα έχει;», ρώτησε η φίλη αναμεσα στα γέλια.
«Α, ενδιαφέρουσα ερώτηση! Θα δούμε! Γύρνα και σκύψε, μούλε», είπε η Κυρία Στέλλα, κοφτά, με σκληρό τόνο.
Εκείνος γύρισε 180 μοίρες κι έσκυψε.
«Σκύψε πιο κάτω, πιο πολύ. Κι άνοιξε τα πόδια σου».
Υπάκουσε αγκομαχώντας.
«Τώρα άνοιξε με τα χέρια σου τα κολομέρια σου. Άνοιξέ τα τέρμα να δούμε καλά την τρύπα σου».
Υπάκουσε στην χυδαία εντολή. Έπιασε τα κολομέρια του και τα άνοιξε τελείως.
Οι δυο φίλες σηκώθηκαν και τον πλησίασαν. Η Κυρία Στέλλα έστριψε προς το διπλανό τραπεζάκι, άνοιξε το συρτάρι κι έβγαλε ένα ζευγάρι γάντια μιας χρήσης. Έδωσε το ένα στην φίλη της και κράτησε το δεύτερο:
«Έλα να παίξουμε με τον κόλο του λίγο», είπε χαμογελώντας
Φόρεσαν το γάντι στο χέρι και η Κυρία Στέλλα πλησίασε με το γαντοφορεμένο χέρι την τρύπα του. Την χάιδεψε απαλά έναν γύρω και ύστερα μαλακά έσπρωξε το δάχτυλο μέσα. Άρχισε να το βάζει και να το βγάζει με ήρεμες κινήσεις. Ο δούλος ένιωσε την ανασα του να κόβεται. Η Κυρία Στέλλα έπαιξε λίγο ακόμα με την κολοτρυπίδα του κι ύστερα τον παρέδωσε στην φίλη της.
Εκείνη έβαλε κατευθείαν τα δυο της δάχτυλα κι άρχισε να τα στρίβει μέσα στο κωλάντερο του δούλου. Ο δούλος μούγκρισε κι άκουσε την Κυρία Στέλλα να του φωνάζει αγριεμένη: Σκασμός! Ούτε δυο δάχτυλα δεν σου βάλανε και μουγκρίζεις… Να μην ακούσω κιχ».
Η φίλη της Κυρίας Στέλλας έβαλε τώρα τρία δάχτυλα και έτριβε το κωλάντερο. «Έχω μιαν ιδέα», είπε. «Θέλεις να του βάλουμε ένα μπουκάλι στον κώλο; Για να δουμε πόσο στενός είναι ο κώλος του, ή πόσο του τον έχει ανοίξει η αδερφή σου;»
«Υπέροχη ιδέα», είπε η Κυρία Στέλλα ενθουσιασμένη
«Λες να χωράει ένα μπουκάλι ο κώλος του;»
«Δεν με νοιάζει αν χωράει. Θα το χωρέσει επειδή το θέλω εγώ, μακάρι να του σκίσω τον κώλο στα δυο.» Η Κυρία πήρε το άδειο μπουκάλι του κρασιού, το γύρισε από την ανάποδη και το άλειψε με βαζελίνη.
«Σκύψε μπροστά και ακούμπησε το κεφάλι σου στο πάτωμα. Σήκωσε τον κώλο σου και άνοιξέ τον με τα χέρια σου. Τέρμα» είπε η Κυρία.
Ο μούλος έκανε ό,τι του είπε η Κυρία Στέλλα. Έσκυψε μπροστά, με το κεφάλι στο πάτωμα, και τέντωσε ψηλά τον κώλο του. Τον άνοιξε καλά με τα χέρια του και περίμενε. Τώρα δεν στηριζόταν πουθενά. Οι δυο Κυρίες, αφού του έβαλαν λίγη βαζελίνη και έπαιξαν με την κωλοτρυπίδα του όσο ήθελαν, άρχισαν να του χώνουν το μπουκάλι. Στην αρχή δεν έμπαινε, αλλά μετά, η Κυρία γύρισε το μπουκάλι με κυκλικές κινήσεις και του το έχωσε βιδωτά.
«Άντε. Περπάτα τώρα στα τέσσερα, σαν σκυλίτσα. Άντε μούλε» είπε η Κυρία και κροτάλισε τα δάχτυλά της.
Ο δούλος έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να περπατά αργά, με το μπουκάλι χωμένο βαθιά στον κώλο του. Σε κάθε κίνηση το ένιωθε μέσα του, κρύο, σκληρό και άκαμπτο. Το πέος του είχε όμως ζωηρέψει για τα καλά και η φίλη της Κυρίας του το παρατήρησε αμέσως: «καλε κοίτα έχει πούτσο τελικά…».
«Έλα, ξεκίνα να γαυγίζεις. Γαύγιζε σκύλα, να σε ακούω», τον πρόσταξε η Κυρία Στέλλα.
«Γαβ, γαβ, γαβ» άρχισε να κάνει ο μούλος. Οι δυο Κυρίες είχαν λυθεί στα γέλια. «Τώρα θέλω να κάνεις πως κάνουν οι σκυλίτσες όταν τις δέρνεις». Κι αμέσως έβγαλε ένα μικρό ιππικό μαστίγιο και τον μαστίγωσε στην πλάτη: «Κάααιιιι, κάιιιι, κάαααιιιι», ούρλιαξε ο μούλος μιμούμενος άψογα το ταλαιπωρημένο σκυλί.
«Ξέρεις, αγάπη τον σκύλο μου, τον αληθινό μου σκύλο, τον Αμόρ; Είναι ένας λύκος καθαρόαιμος…», ρώτησε η Κυρία Στέλλα την φίλη Της.
«Ναι φυσικά τον έχω δει. Πανέμορφος σκύλος!»
«Λέω να τον φέρω κάποια στιγμή εδώ να γαμίσει την σκυλίτσα αυτή. Ωραία ιδέα δεν θα ήταν;»
«Τέλεια ιδέα. Αλλά να με φωνάξεις να το δω live!».
«Εννοείται αγάπη μου. Ίσως φωνάξω και τα άλλα κορίτσια για το σόου… Εσύ τι λες σκυλίτσα; Θα ήθελες να σε γαμίσει ο Αμορ; Γαύγισε μία φορά αν θέλεις και δύο αν δεν θέλεις».
Ο τρομαγμένος σκλάβος γαύγισε δυο φορές.
«Α, δεν θέλεις δηλαδή. Καλά χεστήκαμε δηλαδή, σιγά μην σου πάρουμε και την άδεια…».