...ΣΥΝΕΧΕΙΑ...
Η Κατερίνα γύριζε σπίτι σκεπτόμενη αυτά που είχε συζητήσει με τη Ρόζα λίγο πριν φύγει. Όταν μπήκε μέσα ήταν πια περασμένα μεσάνυχτα. Άκουσε φασαρία από το δωμάτιο της Νίκης και πήγε να δει τι γίνεται. Χτύπησε μία φορά την πόρτα και χωρίς να πάρει απάντηση την άνοιξε. Σοκαρίστηκε…
Είδε την κόρη της ξαπλωμένη στο κρεβάτι ξυπόλητη με ένα σορτσάκι κι ένα αμάνικο μπλουζάκι και δίπλα της έναν νεαρό να την χαϊδεύει στην πλάτη.
-«Μα..μα..μαμά πώς μπαίνεις έτσι;» της λέει αναψοκοκκινισμλενη η Νίκη.
-Μαμάκια. Χτύπησα αλλά βέβαια που να ακούσετε. Ποιό είναι το παιδί;
-Ει..ει..είναι ο Φίλιππος. Το αγόρι μου.
-Μάλιστα. Μπορείς σε παρακαλώ να πηγαίνεις τώρα που έχω να μιλήσω με την κόρη μου;
-«Μάλιστα κυρία Κατερίνα. Καληνύχτα σας, Νίκη μιλάμε ε;» είπε ο Φίλιππος.
Ενώ το αγόρι της Νίκης έφευγε, ο τσακωμός μάνας-κόρης άρχιζε:
-Τι ήταν αυτό το σκηνικό ε μικρή;
-Δεν είμαι μικρή, σταμάτα να το λες αυτό και σταμάτα να μου κάνεις κουμάντο ok;
-Μπα σου κάνουμε και κουμάντο, τι μας λες μαντάμ; Εγώ φταίω που δε σου χω σφίξει τα λουριά
-Γιατί τι είμαι σκυλί; Για χαλάρωσε λίγο μάνα…
-Πώς να χαλαρώσω με σένα, μπορώ; Που έρχομαι μεσάνυχτα από τη δουλειά κι αντί να σε βρω έστω να διαβάζεις ή να κοιμάσαι, εσύ φέρνεις αγόρια σπίτι και μπαλαμουτιάζεσαι
-Μασάζ στην πλάτη μου κανε το παιδί επειδή πονούσα, τι μπαλαμουτιάσματα μου τσαμπουνάς;
-Και είναι αυτή εμφάνιση και ξαπλωμένη μάλιστα;
-Δεν το ξερα να βάλω στολή καλόγριας μες στο δωμάτιο μου και πώς ήθελες να με τρίψει στην πλάτη, όρθια;
Η Κατερίνα ήταν πλέον έξαλλη κι αποφασισμένη να δώσει ένα γερό μάθημα στη μικρή, έτσι της είπε:
-«Τι να σου πω παιδάκι μου, εσύ δεν παίρνεις από λόγια. Λοιπόν αύριο που είναι Σάββατο και δεν έχεις σχολείο θα’ρθεις μαζί μου στη δουλειά»
-Να κάνω τι;
-Κατ’ αρχήν να σε επιβλέπω γιατί όλο και κάπου θα θες να ξεπορτίσεις και επίσης για να δεις πώς βγαίνει το μεροκάματο.
-Μα..
-Δεν έχει μα. Τελείωσε. Πέσε κοιμήσου τώρα και τα λέμε το πρωί.
Ήταν 8 το πρωί… Το ξυπνητήρι της Κατερίνας χτυπούσε σαν τρελό, εκείνη σηκώθηκε σχεδόν αμέσως. Πήγε να φτιάξει καφέ και μετά μπήκε με ορμή στο δωμάτιο της Νίκης, τράβηξε τις κουρτίνες να μπει φως και τη σκούντηξε. Αυτή δε σηκωνόταν με τίποτα. «Νίκη σήκω, δεν έχω όλη τη μέρα να σε περιμένω» της είπε καθώς την ξεσκέπαζε.
Με τα πολλά σηκώθηκε, ήπιε το γάλα της και ντύθηκε. Έτσι ξεκίνησαν να πάρουν το λεωφορείο που θα τους πήγαινε στη δουλειά της Κατερίνας. Κατά της 9.30 έφτασαν στο μαγαζί, κατά την είσοδο τους η Νίκη δυσανασχετεί:
=Μα που με σέρνεις πρωινιάτικα..ρε τι τραβάω
-Τίποτα δεν τραβάς. Εγώ τραβάω πολλά και διάφορα για χάρη σου, αλλά φταίω που σε κακόμαθα. Να’σαι ευγενική τώρα που θα μπούμε.
Αφού η Κατερίνα καλημέρισε τον μπάρμαν και τον παρκαδόρο που έπιναν τον πρωινό τους καφέ, προχώρησε προς τα καμαρίνια μαζί με την κόρη της. Χτύπησε την πόρτα της Ρόζας.
-«Μπείτε» ακούστηκε από μέσα. Η Ρόζα ήταν καθισμένη στον καναπέ ενώ απολάμβανε τον καφέ της. «Καλώς τες» είπε με περιπαιχτική φωνή ενώ άπλωνε τα γυμνά της πόδια στο τραπεζάκι.
-«Καλημέρα κυρία Ρόζα, να σας συστήσω την κόρη μου τη Νίκη, ήρθε να με βοηθήσει» αποκρίθηκε η Κατερίνα
-Γεια σου Νίκη, έχω ακούσει για εσένα από τη μαμά σου, η οποία να ξέρεις δουλεύει πολύ σκληρά, φαντάζομαι το ξέρεις αυτό.
-«Γεια σας. Ναι..ναι, το ξέρω» της είπε η Νίκη με αγχωμένη φωνή
-«Λοιπόν κάντε τώρα τις δουλειές σας στον υπόλοιπο χώρο και σας περιμένω μετά» είπε η Ρόζα κλείνοντας το μάτι και κουνώντας περιπαιχτικά τα δάχτυλα των ποδιών της.
Μόλις βγήκαν από εκεί, η Νίκη είπε στη μητέρα της: «Καλά αυτή μέσα τι φάση, πώς μιλούσε έτσι και κουνούσε τις ποδάρες της σα να θελε να πει κάτι;»
-«Μη ρωτάς πολλά και να είσαι πιο καλή εδώ μέσα, έλα τώρα να πιάσουμε δουλειά» απάντησε η Κατερίνα
Έπειτα από μιάμιση ώρα καθαρισμού της πίστας και των καμαρινιών από μάνα και κόρη, ήρθε η στιγμή να καθαρίσουν το καμαρίνι της Ρόζας. Χτύπησαν την πόρτα και μπήκαν μέσα.
-«Α ήρθατε; Εσύ Κατερίνα γιατί δεν πας στο μπαρ να πιείς μια πορτοκαλάδα και να ξαποστάσεις; Θα δείξω εγώ στη Νίκη μας τα κατατόπια» είπε η Ρόζα
-«Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Ρόζα, ότι χρειαστείτε φωνάξτε με» απάντησε η Κατερίνα ενώ χτυπούσε απαλά την κόρη της στον ώμο βγαίνοντας απ’ το καμαρίνι.
-«Λοιπόν Νίκη, ελπίζω να είσαι το ίδιο καλή με τη μάνα σου, η οποία στο ξαναλέω ότι κάνει πολύ καλή δουλειά εδώ μέσα και φέρνει λεφτά σπίτι σας. Εγώ θα πάω λίγο πίσω να δοκιμάσω κάτι καινούργια συνολάκια, εσύ ξεκίνα απ’ όπου νομίζεις» είπε η Ρόζα
Η Νίκη άρχισε να σκουπίζει το πάτωμα δυσανασχετώντας και μουρμουρίζοντας. Ύστερα από κανά δεκάλεπτο βγήκε η Ρόζα με μία ολόσωμη φόρμα και κρατώντας κάτι ψηλοτάκουνα στο χέρι, έκατσε στον καναπέ λέγοντας στη μικρή «έλα εδώ να με βοηθήσεις».
Η Νίκη πήγε κοντά της: «ορίστε, τι θέλετε;»
«Βοήθα με να δοκιμάσω αυτά τα παπούτσια γιατί δυσκολεύομαι. Γονάτισε να μου τα βάλεις» της απάντησε η Ρόζα με επιτακτική φωνή.
Η Νίκη σάστισε για μια στιγμή αλλά γονάτισε. Η Ρόζα της έδωσε τα παπούτσια κι άπλωσε το ένα της πόδι μπροστά της. Η πατούσα της Ρόζας βρισκόταν ελάχιστα μακριά από τη μύτη της Νίκης που δυσανασχετούσε.
-«Εμπρός λοιπόν, τι τα κοιτάς;» λέει η Ρόζα
-Ε ξέρετε είναι που μυρίζουν λιγάκι…
-«Αυτή είναι η μυρωδιά της σκληρής δουλειάς γλυκιά μου, απ’ αυτήν πληρώνετε η μαμά σου κι έχεις εσύ όλα αυτά που έχεις. Κατάλαβες;» ανταπάντησε η Ρόζα ακουμπώντας τη μύτη της Νίκης με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού της. Εκείνη κοκκίνισε κι αποτραβήχτηκε προς τα πίσω λέγοντας:
-Μα τι κάνεις;
-«Δε θυμάμαι να σου έδωσα το θάρρος να μου μιλάς στον ενικό μικρή» της απαντά η Ρόζα χαϊδεύοντας το σαγόνι της Νίκης με τις πατούσες της.
-«Αυτό ήταν φεύγω από εδώ» λέει η κόρη της Κατερίνας νευριασμένα σπρώχνοντας τα πόδια της Ρόζας η οποία αποκρίνεται: «αυτό θα ευχόσουν να μη το είχες κάνει. Τελικά είχε δίκιο η μάνα σου ότι είσαι κωλόπαιδο. Η πόρτα είναι κλειδωμένη». Το κλειδί της πόρτας ήταν ανάμεσα από το μεγάλο και το διπλανό δάχτυλο του αριστερού ποδιού της Ρόζας που το κουνούσε επιδεικτικά λέγοντας: «αν το θες θα πρέπει να μου φιλήσεις τα δαχτυλάκια».
Τη Νίκη έλουσε κρύος ιδρώτας κι αναφώνησε «Πάτε καλά;».
Η Ρόζα ως απάντηση συνέχισε να κουνάει τα πόδια της, η μικρή πλησίασε, γονάτισε, έκλεισε τα μάτια και έχοντας στο πρόσωπο της σχεδιασμένο ένα βλέμμα αηδίας φίλησε όλα τα δάχτυλα της Ρόζας. Όταν πήρε τα κλειδιά κι έκανε να φύγει, η Ρόζα την άρπαξε από τα μαλλιά κι έχωσε όλη της πατούσα της στο στόμα της. Η Νίκη γούρλωσε τα μάτια από τα οποία της έτρεχαν δάκρυα. Γρήγορα άρχισε να σέρνει τη γλώσσα της στις πατούσες της Ρόζας, η οποία γελούσε.
Με μια απότομη κίνηση η Ρόζα τη ρίχνει ανάσκελα στο πάτωμα κι ακουμπάει τις πατούσες της με δύναμη πάνω στην κοιλιά της φωνάζοντας: «Λοιπόν άκουσε με καλά, την μάνα σου θα τη σέβεσαι για ότι κάνει για εσένα και γενικά θα σέβεσαι τους μεγαλύτερους και θα’ σαι ευγενική». Η Νίκη κλαίγοντας έγνεψε καταφατικά. Ξαφνικά χτύπησε ο ήχος του μηνύματος από το κινητό της Νίκης το οποίο ήταν στο τραπεζάκι. Η Ρόζα το πήρε κι το άνοιξε.
-Μμμ για να δούμε, έχεις μηνυματάκι από κάποιον Φίλιππο. Μμμ κοίτα τι γράφει ο Φιλιππάκος ε. «Τι κάνεις καύλα μου,θα τα πούμε το βράδυ να γουστάρουμε;». Ώστε είσαι καυλιάρα μικρή ε; Η μάνα σου το ξέρει;
-Ο..όχι. Σας παρακαλώ μη της πείτε τίποτα για αυτό το μήνυμα.
-Άμα φέρεις τον Φιλιππάκο αύριο από’ δω δε θα πω τίποτα...
~Συνεχίζεται~ (ελπίζω να μην κούρασα με τον τρόπο γραφής
)