Είμαι κλεισμένος στο μικροσκοπικό κελί της φυλακής μου. Σχεδόν γυμνός, μόνο ένα πανί δεμένο πάνω μου σαν βρακί φορώ, στο πάτωμα πεσμένος και δεμένος με αλυσίδα από το λαιμό στον τοίχο. Δούλευα όλη μέρα στο χωράφι της Αφέντρας και τώρα προσπαθώ να ξεκουραστώ, αλλά ούτε να ξαπλώσω τεντωμένος δεν μπορώ σ' αυτό το ενάμιση επί ενάμιση κελί...
Ξαφνικά ακούγεται θόρυβος απέξω. Ξεκλειδώνει ένας μεγαλόσωμος δούλος, από αυτούς που μας φυλάνε όλους, με λύνει και με οδηγεί σε ένα δωμάτιο στην άκρη της πτέρυγας. Εκεί με ένα λάστιχο με πλένει, μου δίνει ένα άλλο καθαρό πανί να φορέσω και με οδηγεί λαμπίκο σε ένα σκοτεινό καθαρό δωμάτιο. Με γονατίζει δίπλα στον τοίχο, με δένει με την εκεί αλυσίδα από το κολάρο του λαιμού μου και φεύγει.
Μετά από λίγο Τη βλέπω. Είναι Αυτή! Η Αφέντρα μας. Η θεά μου. Ήρθε η σειρά μου φαίνεται! 🙂 😊 Είχα ακούσει τις φήμες, ότι διασκεδάζει με τους δούλους της κάθε βράδυ, αλλά ποτέ δεν πίστευα ότι θα καλέσει κι εμένα. Νιώθω επιτέλους ευτυχισμένος! Η Αφέντρα μου είναι μια οπτασία. Είναι ο ορισμός της τελειότητας. Και τώρα τη βλέπω να με πλησιάζει πιο όμορφη από ποτέ. Σαν θεά! Φοράει πανύψηλες, όπως πάντα, μαύρες γόβες, μια μακριά μαύρη βικτωριανή φούστα με δαντέλα η οποία καταλήγει σε έναν μαύρο κορσέ από πάνω... Καθώς πλησιάζει μέσα στο ημίφως ξεχωρίζω το πρόσωπο της, αλλά παρατηρώ ότι με κοιτάζει αυστηρά και συνειδητοποιώ ότι έχω καρφωθεί. Αμέσως σκύβω και κολλάω το κεφάλι μου στο πάτωμα! Ελπίζω να μην τα σκάτωσα στη μόνη μου ευκαιρία! Με πλησιάζει, δεν μιλάει, αλλά τη νιώθω από πάνω μ. Ακούω τα τακούνια της δίπλα μου. Με περιεργάζεται. Με λύνει από τον τοίχο και μου δένει στο κολάρο ένα δικό της λουράκι.
—Σήκω σκλάβε! Ακούω επιτακτικά. Σήκω και γδύσου! Θέλω να σε δω...
—Μάλιστα, μάλιστα Κυρία... Λέω διστακτικά και αμέσως σηκώνομαι και βγάζω το πανί.
Εκείνη βρίσκεται πίσω μου. Τεντώνομαι να φανώ ψηλότερος. Έχω φτιαχτεί κιόλας με το παρουσιαστικό της και την προσμονή της καλύτερης βραδιάς της ζωής μου! Θα ικανοποιήσω εγώ σήμερα την Αφέντρα! Οπότε μου έχει σηκωθεί και όπως τεντώνομαι την τονίζω σπρώχνοντας τους γοφούς μου μπροστά.
Το καταλαβαίνει μάλλον, όπως παρατηρεί την πλάτη μου. Νομίζω ότι γέλασε λίγο. Νιώθω το βλέμμα της πίσω μου να με χαρτογραφεί και λίγο λίγο να έρχεται προς τα μπροστά.
Μόλις πέφτει το μάτι της στην πούτσα μου, εστιάζει γρήγορα και πλησιάζει! Νιώθω υπερήφανος για σφρίγος μου, αλλά με διακόπτουν άγαρμπα τα γέλια της...
―Αυτό είναι όλο; ρωτά με αφοπλιστική σοβαρότητα... Τι είναι αυτό; Μόνο τόσο είναι; Έχει πάθει κάτι; συνεχίζει και με ζώνουν τα φίδια. Μια χαρά πούτσα έχω, φυσιολογική, γιατί της φαίνεται τόσο μικρή; Με κοροϊδεύει ή έχει λανθασμένη εικόνα για τα μεγέθη; Μα κάθε μέρα παίρνει και έναν σκλάβο, δηλαδή τι έχουν οι άλλοι αναρωτιέμαι μέσα μου. Μόνο τόσο; συνεχίζει στο μεταξύ... Δεν θα καταλάβω τίποτα! Μάλλον έγινε κάποιο λάθος. Ζήτησα δούλο να με γαμήσει να το χαρώ και μου φέρνουν εσένα; Μ' αυτό; Πόσο άχρηστοι είναι πια όλοι τους! Ντύσου βλάκα, αρκετά είδα, θα φωνάξω να σε πάρουν! Και αρχίζει να χτυπάει το καμπανάκι.
Έχω τρελαθεί, δηλαδή τι μεγέθη απαιτεί; Κι εγώ; Δεν της κάνω εγώ; Τόσα χρόνια στη δούλεψη της αυτό το όνειρο είχα, το έχω σκεφτεί τόσες φορές, πότε θα με βάλει να την ικανοποιήσω κι εγώ και θα της δείξω πώς γίνεται! Και τώρα με διώχνει! Δεν μπορώ... Δεν το αντέχω!
—Συγγνώμη Κυρία, γκρ γκρ, καθαρίζω τη φωνή μου, μπορώ κι εγώ να το κάνω... κάνω μια διακοπή και συνεχίζω, Καλύτερα από όλους!
Ξαφνιάζεται για λίγο, αλλά...
—Χαχαχαχα, μ' αυτό; ρωτά και δείχνει το όργανο μου. Νομίζεις ότι μ' αυτό μπορείς να με ικανοποιήσεις αναιδή βλάκα; Ούτε που θα το καταλάβω αυτό! Να, ούτε καν σου σηκώνεται ρε ανίκανε και θες και να γαμήσεις; και τότε συνειδητοποιώ ότι έχει αρχίσει να μου πέφτει κιόλας από την ξενέρα... Σκύβω το κεφάλι ντροπιασμένος.
―Συγγνώμη Κυρία, πάω να ψελλίσω...