- Μάνο; Μάνο! Ρε φίλε σύνελθε! Πω! Κοίτα πως τον κατάντησε! Ο Σταμάτης προσπαθούσε να συνεφέρει τον τσακισμένο συνοδοιπόρο του ενώ με ένα κομμάτι χαρτί καθάριζε τους χυμούς της Όλγας από το πρόσωπο του.
- Μμμ, ναι καλά είμαι, λίγο νερό φέρε μου σε παρακαλώ.
Ο Σταμάτης πήρε το δίσκο με τους μισοτελειωμένους καφέδες και τα ποτήρια του νερού και επέστρεψε με ένα πλαστικό ποτήρι, γεμάτο κρύο νερό. Του έδωσε να πιεί και τον βοήθησε να καθίσει στον καναπέ. Του έκανε αέρα με ένα περιοδικό μέχρι να συνέλθει.
- Καλά ρε φίλε γιατί μου έφερες άλλο ποτήρι; Της Όλγας ήταν σχεδόν γεμάτο.
- Ακούμπησαν χείλη Αφέντρας σ αυτά. Είπε και πέταξε το άδειο πλαστικό ποτήρι να καεί στο αναμμένο τζάκι.
- Έχεις τουλάχιστον τίποτα γλυκό να φάμε στη ζούλα, έστω λίγη ζάχαρη. Δεν πρόλαβα να φάω και πρωινό και δεν θα την παλέψω μέχρι αύριο.
- Να σου πω, καινούργιος σκλάβος είσαι;
- Δύο μήνες είμαι με την Όλγα. Εσύ;
- Φαίνεσαι! Δεν πρόλαβε να φύγει η Κυρία σου και έγινες ανυπάκουος. Εγώ είμαι στην υπηρεσία της Αφέντρας Εύης τρία χρόνια τώρα.
- Ε καλά, μια μπουκιά είπα να βάλω στο στόμα μου, δεν θα το μάθουν.
- Δεν έχει σημασία! Η Αφέντρες είπαν να μην φάμε και δεν θα φάμε! Θα σε καρφώσω άμα μου ξαναπείς τέτοια κουβέντα.
Ο Μάνος έβλεπε στο, απότομα σοβαρευμένο, βλέμμα του Σταμάτη ότι έλεγε αλήθεια. Θαύμασε και παράλληλα τρόμαξε με την απόλυτη πειθαρχία που, ποιος ξέρει με τι τρόπους, είχε επιβάλει επάνω του η γοητευτική καστανομάλλα. Όχι μόνο δεν σκέφτηκε, ούτε στιγμή, να παραβιάσει την σκληρή διαταγή της αλλά απέκρουε με αγανάκτηση κάθε φωνή που του πρότεινε κάτι τέτοιο! «Έτσι θα καταντήσω κι εγώ;» συλλογίστηκε. Συνειδητοποίησε ότι ο Σταμάτης πάνω από άντρας, που θα μπορούσε να δείξει μια κάποια αλληλεγγύη, ήταν σκλάβος της Αφέντρας του και αποφάσισε να μην ανοιχτεί και πολύ μαζί του. Σηκώθηκε όρθιος και του πρότεινε να αρχίσουν της δουλειές. Πράγμα που, ο Σταμάτης, δέχθηκε με χαρά. Χωρίς πολλές κουβέντες λοιπόν οι δύο πεινασμένοι σκλάβοι ξεκίνησαν γενική φασίνα! Σκούπισαν, σφουγγάρισαν, έτριψαν τα πατώματα, ξεσκόνισαν τα έπιπλα καθάρισαν μέχρι και την αυλή από το χιόνι! Ενώ για το τέλος άφησαν το καλύτερο. Τακτοποίησαν με μεγάλη προσοχή τα ρούχα των γυναικών που λάτρευαν και γυάλισαν με την γλώσσα, ώρα πολλή, τα γοβάκια πού είχαν φέρει οι δύο αμαζόνες, ρουφώντας στα κλεφτά, πότε πότε, την θεσπέσια μυρωδιά τους.
Την ίδια ώρα η Εύη και η Όλγα απολάμβαναν, στην καλύτερη ταβέρνα της Αράχοβας, ένα λουκούλλειο γεύμα. Έτρωγαν ευχαριστημένες τα λαχταριστά εδέσματα και πίνοντας κόκκινο κρασί συζητούσαν γελαστές τα σημερινά τους κατορθώματα.
- Πω πω Εύη μου, τελικά ήταν καλύτερο από ότι περίμενα. Τελικά είχες δίκιο να που ήθελες να σμίξουμε τα δουλικά μας.
- Εεεεμ να την ακούς την έμπειρη.
- Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω που μου έδειξες αυτό το δρόμο φιλενάδα. Ο Μάνος είναι η καλύτερη σχέση που είχα ποτέ. Από το που του φόρεσα την chastity device δε, άλλο πράγμα! Ότι θέλω τον κάνω!
- Και που να κλείσει και κανένα εξάμηνο κλειδωμένος, σκυλάκι θα σου γίνει φιλενάδα σκυλάκι.
- Αχ κολλητούλα μου σε ευχαριστώ!
- Ε! Μια γυναικάρα σαν εσένα, με τέτοια αριστοκρατική ομορφιά και να μην είναι Αφέντρα; Α-πα-ρα-δε-κτο!
- Ειδικά μετά τα σημερινό δεν κρατιέμαι, θέλω να υποτάξω όλους τους άντρες του κόσμου.
- Και ποίος μας εμποδίζει να το κάνουμε;
Κλείνοντας της το μάτι η Εύη, χτύπησε τα δάχτυλα της, κάνοντας νόημα στον ψηλό μελαχρινό υπεύθυνο του εστιατορίου, που όση ώρα έτρωγαν, την έγδυνε με τα μάτια. Εκείνος έστειλε αμέσως τον πιτσιρικά σερβιτόρο.
- Ορίστε.
- Λογαριασμό! Διέταξε μονολεκτικά.
- Έγινε. Είπε ο Σερβιτόρος και έκανε να φύγει.
- Έλα δώ! Δεν λέμε έγινε, λέμε μάλιστα! Είπε η Εύη κοιτώντας βλοσυρά στα μάτια τον σερβιτόρο που τα έχασε.
- Εεε Μάλιστα. Είπε ο νεαρός με φωνή που έτρεμε
- Μάλιστα τι;
- Εεεε.
- Μάλιστα Κυρία! Είπε η Εύη προτού προλάβει αυτός να μιλήσει. Τα αμυγδαλωτά της μάτια τον κάρφωσαν επίμονα μέχρι να κατεβάσει το βλέμμα νικημένος.
- Μάλιστα κυρία. Ψιθύρισε.
- Καλύτερα! Και τώρα φώναξε μου το αφεντικό σου.
Η Όλγα μετά βίας κρατούσε τα γέλια της. Ο σερβιτόρος πήγε στον υπεύθυνο και παρόλο που η ομιλία τους δεν ακουγόταν, φαινόταν σαν κάτι να του εξηγεί. Εκείνος εμφανώς τσαντισμένος τον κατσάδιασε με κουβέντες που, οι δύο Αμαζόνες δεν ήταν δυνατό να ακούσουν. Στο τέλος άρπαξε την απόδειξη από τα χέρια του και πλησίασε προς το τραπέζι.
- Κυρίες μου, επιτρέψτε μου να απολογηθώ για την αναίδεια του προσωπικού. Το γεύμα σας από το κατάστημα.
- Συνήθως οι άντρες μας ζητάνε συγνώμη γονατιστοί, αλλά ας είναι. Είπε η Εύη φλερτάροντας τον. Αλλά ας είναι.
- Θα έπρεπε. Συνέχισε ο υπεύθυνος. Που αφήνουν δύο τόσο γοητευτικές γυναίκες ασυνόδευτες.
- Εγώ τους είπα. Είπε η Εύη σοβαρά. Τους έβαλα να μου σφουγγαρίσουν το πάτωμα και βγήκα με την φίλη μου για φαγητό.
Ο άγνωστος άντρας τα έχασε με τον δυναμισμό της Εύης και έμεινε αμίλητος. Οι δύο γυναίκες σηκώθηκαν και φόρεσαν γελαστές τα παλτά τους. Προτού βγουν από το μαγαζί τις πρόλαβε βιαστικά στην πόρτα.
- Θα σας ξαναδώ κυρία μου; Ρώτησε με λαχτάρα την Εύη.
- Αν περάσεις την αποψινή βραδιά ξεροσταλιάζοντας από μπαράκι σε μπαράκι. Ίσως! Είπε και κατευθύνθηκε με την Όλγα προς το αυτοκίνητο.
To be continued …