Καλό καλοκαίρι να έχουμε παίδες
Μετά από εκείνο το περιστατικό στο τρένο ακολούθησαν δύσκολες μέρες και ακόμα δυσκολότερες νύχτες. Μέχρι να φύγει εκείνος ο Σεπτέμβρης κυκλοφορούσα σαν σκιά του εαυτού μου. Άγρυπνος, απόμακρος και μονίμως με το μυαλό μου να ταξιδεύει σε άλλους τόπους και χρόνους. Όμως αφού το σοκ υποχώρησε, έβαλα κάτω τα δεδομένα και επιτέλους συμφιλιώθηκα με την πραγματικότητα. Η Έλενα είχε τραβήξει το δρόμο της και εγώ θα έπρεπε να κάνω το ίδιο. Το γεγονός ότι και εκείνης της έμεινε απωθημένο από εκείνη τη νύχτα δεν άλλαζε σε κάτι το παραπάνω. Απλά έκανε το αποτύπωμα της γλυκιάς εκείνης ανάμνησης ακόμα πιο δυνατό.
Εκείνη την περίοδο ήρθε στο γραφείο ένας νέος υπάλληλος, ο Στέλιος. Ο μόνος που του στάθηκε και τον βοήθησε να προσαρμοστεί στα καθήκοντά του ήμουν εγώ. Ήταν εντάξει παιδί και το φέρσιμό μου δεν το ξέχασε ποτέ. Σύντομα αρχίσαμε να κάνουμε παρέα και εκτός γραφείου και έτσι γνώρισα και την κοπέλα του, την Ζωή, η οποία επίσης με κατασυμπάθησε. Είχε φαγωθεί να μου προξενέψει κάτι φίλες της αλλά εγώ το απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι. Αυτή ήταν μια παλιά συνήθεια που είχα ώστε να γλιτώνω το αναπόφευκτο κουτσομπολιό για τα ιδιαίτερα γούστα μου στο κρεβάτι ή τουλάχιστον αυτό να περιορίζεται εκτός του φιλικού μου κύκλου. Πέρασαν λοιπόν οι μήνες και ο Στέλιος με την Ζωή προγραμμάτισαν τον γάμο τους για το καλοκαίρι. Φυσικά ο μόνος καλεσμένος από τη δουλειά του Στέλιου ήμουν εγώ.
Έφτασε το Σάββατο του γάμου και ξεκίνησα να ετοιμάζομαι για την περίσταση. Από νωρίς το μεσημέρι είχα πάρει από το καθαριστήριο το ένα και μοναδικό μου κουστούμι που το αποκαλούσα στολή γάμου για ευνόητους λόγους. Ντύθηκα, στολίστηκα και ξεκίνησα για να τιμήσω με την παρουσία μου τον γάμο των φίλων μου. Γινόταν σε μια εκκλησία κάπου στα νότια προάστια της Αθήνας και το τραπέζι ήταν σε κάποιο κτήμα προς την παραλιακή. Αν και έφυγα στην ώρα μου, κάπου στη Μεσογείων το σταρλετάκι με πούλησε για ακόμα μια φορά. To μπρος δεξί λάστιχο έγινε πίτα και φυσικά για ρεζέρβα ούτε λόγος. Αφού περίμενα καμιά ώρα την οδική βοήθεια και άλλο τόσο στο βουλκανιζατέρ, ξεκίνησα με καθυστέρηση σχεδόν δύο ωρών για τον προορισμό μου. Όχι μόνο έχασα το μυστήριο αλλά και στη δεξίωση έφτασα από τους τελευταίους.
Από την υποδοχή με ενημέρωσαν ότι το τραπέζι μου ήταν το νούμερο 8, μπροστά στην πίστα. ‘Όσο πλησίαζα συνειδητοποίησα ότι η Ζωή είχε κάνει τα κουμάντα της και με είχε στριμώξει στο τραπέζι με την κοριτσοπαρέα της. Φτάνοντας μέτρησα βιαστικά κάπου εφτά με οχτώ κοπέλες και μόλις τρεις άντρες. Υπήρχε μία κενή θέση και πήγα κατευθείαν εκεί. Λίγο πριν καθίσω πήρα ένα τυπικό κοινωνικό χαμόγελο και ετοιμάστηκα να ανταπεξέλθω στην αμηχανία της επερχόμενης γνωριμίας μου με δέκα εντελώς άγνωστους ανθρώπους.
Και κάπου εκεί το χαμόγελο πάγωσε.
Κάποιες ιστορίες τελειώνουν όμορφα, κάποιες σπαρακτικά, κάποιες τελειώνουν πριν καν αρχίσουν και κάποιες άλλες δεν τελειώνουν ποτέ. Δεν μπορώ να σας πω ακόμα πότε και πως τελείωσε η ιστορία μου με την Έλενα αλλά σίγουρα δεν ήταν γραφτό να τελειώσει ακόμα…
Καθόταν ακριβώς απέναντι.
Στα τέσσερα και βάλε χρόνια που είχαν περάσει, η Έλενα είχε αλλάξει, όχι όμως προς το χειρότερο. Ήταν ακόμα πανέμορφη, αλλά πιο αριστοκρατική, πιο στιβαρή ως συνολική θηλυκή παρουσία. Φορούσε ένα κομψό γαλάζιο φόρεμα και αν και απλά φτιαγμένη και χτενισμένη ήταν και πάλι εκθαμβωτική. Και φυσικά εμβρόντητη, όπως και εγώ. Άναψα ένα τσιγάρο για να διασκεδάσω την αμηχανία μου και εκείνη σε λίγα δευτερόλεπτα έκανε ακριβώς το ίδιο. Ρίχναμε ο ένας στον άλλο σύντομες δειλές ματιές και γενικά απασχολούμασταν με τα κινητά μας ή συζητούσαμε αδιάφορα θέματα με τους δίπλα, μόνο και μόνο για να μην κάνουμε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο άβολη απ’ ότι ήταν. Έβλεπα ζωγραφισμένη πάνω της την απορία «Μα τι στο διάολο κάνει αυτός εδώ..» ενώ και εγώ με τη σειρά μου αναρωτιόμουν ποια καρμική τύχη ή γκίνια την έφερε πάλι στο δρόμο μου. Κάποια στιγμή αφού σερβιριστήκαμε ήρθαν να χαιρετήσουν οι νεόνυμφοι. Η Ζωή ήρθε από πίσω και κάνοντας μου ένα φιλικό αλλά αγαπησιάρικο κεφαλοκλείδωμα απευθύνθηκε προς όλο το υπόλοιπο τραπέζι.
Ζ: “Σε περίπτωση που δεν γνωριστήκατε ακόμα, αυτός είναι ο Μάρκος. Συνάδελφος του Στέλιου από το νέο γραφείο, αρχιτέκτονας, και πολύ καλός μας φίλος! Και φυσικά το καλύτερο παιδί!”
Όσο η Ζωή μιλούσε, τα ελεύθερα κορίτσια του τραπεζιού που ήταν μιλημένα, κοιτούσαν πονηρά και χασκογελούσαν. Η Έλενα όμως δεν είχε ιδέα και κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη της φίλης της. Όταν η Ζωή τελείωσε με το αβαντάρισμά μου, εκείνη έστρεψε το βλέμμα της στο πουθενά και χαμογέλασε με νοσταλγία, αφήνοντας ανακουφισμένη τον καπνό του τσιγάρου να βγει από το στήθος της. Ο Στέλιος και η Ζωή συνέχισαν τις χαιρετούρες στα διπλανά τραπέζια και κάπως έτσι το πράγμα κυλούσε χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αρκετή ώρα.
Ώσπου ξεκίνησε η μουσική και ο χορός...
Τα κορίτσια του τραπεζιού σηκώθηκαν όλα μαζί και όρμηξαν στην πίστα. Εγώ έμεινα στη θέση μου και συνέχισα να καπνίζω αρειμανίως όσο κοιτούσα τον κόσμο να χτυπιέται αλύπητα στους ρυθμούς της λάτιν μουσικής. Σε λίγο ήρθε ο Στέλιος και με σήκωσε με το ζόρι για να πάμε μπροστά. Κάτσαμε όρθιοι δίπλα στον κόσμο που χόρευε και συζητούσαμε. Εγώ στάθηκα να χαζεύω την Έλενα που έδινε ρέστα στο χορό και επιτέλους ήταν ξανά κεφάτη. Ήταν καιρός να θαυμάσω και πάλι τα πόδια της. Το γαλάζιο φόρεμα τελείωνε στα γόνατα και όλο το υπόλοιπο πόδι ήταν εντελώς εκτεθειμένο στα διψασμένα μάτια μου. Φορούσε κάτι κλασικά επίσημα πέδιλα με άσπρα λουράκια και αστραφτερές λεπτομέρειες όπως αυτά που βλέπουμε σωρηδόν σε γάμους και δεξιώσεις. Αν και τα τακούνια της ήταν χαμηλότερα από των υπόλοιπων κοριτσιών, η Έλενα ήταν και πάλι με διαφορά η ψηλότερη.
Και εννοείται η ομορφότερη…
Αχ και αυτά τα δάχτυλα της!
Απλά υπέροχα, περιποιημένα στην εντέλεια και με τα νυχάκια της άψογα τριμαρισμένα και βαμμένα σε εκείνο το απαλό υπόλευκο χρώμα που όλα τα σικάτα κορίτσια εκτιμούν ιδιαιτέρως. Ένοιωσα ότι την ήθελα και πάλι κολασμένα, σαν να μην πέρασε ούτε στιγμή από εκείνη τη νύχτα στο Ηράκλειο. Η καρδιά μου φτερούγιζε σαν τρελή και το μόνο που πλέον με ένοιαζε ήταν να μου δώσει λίγη έστω σημασία.
Κι όπου ήθελε ας έβγαζε...
Με αυτά και με εκείνα βέβαια, ο Στέλιος δεν άργησε να με πάρει χαμπάρι και έσπευσε να με κατατοπίσει σχετικά.
Σ: “Αυτή φίλε μου είναι η Έλενα. Κολλητή της Ζωής από το σχολείο. Αεροσυνοδός στο επάγγελμα και παντρεμένη με τον Παπαζήση τον εφοπλιστή.”
Μ: “Δεν βλέπω κανέναν εφοπλιστή εδώ γύρω.”
Σ: “Είπε στη Ζωή ότι θα έλειπε για δουλειές στο εξωτερικό. Και εδώ να ήταν όμως σιγά μη μας καταδεχότανε…”
Μ: “Δεν πειράζει. Φτάνει που μας καταδέχτηκε η κυρία του.”
Σ: “Μάρκο μην ασχολείσαι μαζί της. Τόσα κορίτσια ελεύθερα έχει η Ζωή στην παρέα της. Αυτή ούτε να σε κοιτάξει δεν θα γυρίσει.”
Μ: “Αυτό ξαναπές το…”
Η Έλενα ως γνωστόν ήταν διαόλου κάλτσα και δεν της ξέφευγε τίποτα. Είχε καταλάβει ότι μιλούσαμε για εκείνη και φυσικά το είχε πάρει πάνω της. Το πείραγμα και το φλερτ ήταν ακόμα στο αίμα της και σύντομα άρχισε να ανταποκρίνεται στις ματιές μου με λάγνα βλέμματα και επιδέξιες χορευτικές κινήσεις που πέραν πάσης αμφιβολίας συνιστούσαν ένα απροκάλυπτο ερωτικό κάλεσμα. Πλέον δεν την ένοιαζε αν εκτεθεί γιατί πολύ απλά αυτή ήταν η Έλενα. Ένα ολοζώντανο πλάσμα που χαιρόταν τις στιγμές όπως κι αν έρχονταν και ρούφαγε τη ζωή ως το μεδούλι. Και αυτό φυσικά ασκούσε ακαταμάχητη γοητεία πάνω μου.
Ο Στέλιος πλέον κοιτούσε απορημένος, πότε εμένα, πότε εκείνη και πότε στο πουθενά.
Σ: “Τι γίνεται εδώ ρε μαλάκα;;;”
Μ: “Ρε Στέλιο δεν πας να χαιρετήσεις κανέναν καλεσμένο;”
Σ: “Τι να πω ρε φίλε… Πρόσεχε…”
Με ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο και έναν αναστεναγμό ο Στέλιος αποχώρησε. Δεν πρόλαβε να κάνει πέντε βήματα και η Έλενα άρχισε να με πλησιάζει χορεύοντας. Άπλωσε τα χέρια της, έπιασε τους καρπούς μου και με τράβηξε μέσα στην πίστα.
And so it begins…