BIKY KAI KYΡ ΑΛΕΚΟΣ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Οι μέρες του εγκλεισμού από τον COVID-19 ήταν το τελειωτικό χτύπημα μιας μακράς περιόδου απογοήτευσης, άτυχων επιλογών και απελπισίας.
Εκείνη πλέον ήταν άνεργη, άφραγκη και μόνη.
Και βασικά πάρα πολύ θυμωμένη.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η Βίκυ ήρθε στην Αθήνα για σπουδές από μία επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας πριν δέκα χρόνια.
Ήταν φοιτήτρια στο ΤΕΦΑΑ και το όνειρο της ήταν να κάνει πρωταθλητισμό υψηλού επιπέδου.
Στα δεκάξι της ήταν ήδη πρωταθλήτρια Ελλάδας στο καράτε και το μέλλον της διαγραφόταν λαμπρό στο άθλημα.
Κάποιες άτυχες στιγμές όμως και κυρίως τραυματισμοί, της στέρησαν την ευκαιρία να διεκδικήσει τη καταξίωση σε κορυφαίο, ίσως και διεθνές επίπεδο.
Παράλληλα είχε προσπαθήσει να εισέλθει και στον χώρο του μόντελινγκ αφού η εμφάνισή της ήταν παραπάνω από εντυπωσιακή.
Πανέμορφο πρόσωπο με λευκή επιδερμίδα, μαύρα σπαστά μαλλιά και καλλίγραμμο αθλητικό σώμα.
Σύντομα όμως κλήθηκε να αποφασίσει αν θα θυσίαζε την αξιοπρέπειά της στα σκέλια κάποιου τυχάρπαστου ατζέντη πράγμα που φυσικά δεν δέχτηκε ποτέ και έκλεισε αυτή την πόρτα για πάντα.
Τα τελευταία χρόνια δούλευε σαν δασκάλα σε μια συνοικιακή σχολή καράτε της Αθήνας.
Τα παιδιά την αγαπούσαν και τη σέβονταν παρότι ήταν αυστηρή και απαιτητική στις προπονήσεις.
Είχε βαθιά γνώση του αθλήματος και νοιαζόταν πραγματικά για την εξέλιξη των μαθητών της.
Σύντομα όμως η κάτω βόλτα θα ξεκινούσε…
Όλα άρχισαν όταν ένας δεκαεξάχρονος τσόγλανος γράφτηκε στη σχολή τον Οκτώβρη του 2019.
Εριστικός, απείθαρχος και αντικοινωνικός, δημιούργησε απ’ την αρχή προβλήματα και εντάσεις.
Μάλιστα για τον λίγο καιρό που έκανε καράτε το είχε πάρει πάνω του και έκανε μπούλινγκ στα παιδιά του σχολείου.
Ένα απόγευμα κατά τη διάρκεια της προπόνησης χτύπησε ένα δεκάχρονο κοριτσάκι το οποίο όμως τύχαινε να είναι από τα αγαπημένα παιδιά της Βίκυς.
Είπε ότι το έκανε κατά λάθος όμως η Βίκυ είχε άλλη άποψη.
Του άναψε τρεις κλοτσιές στα μούτρα και τον ξάπλωσε κάτω σαν σακί.
Έπειτα έχωσε και την πατούσα της στο λαιμό του όσο τον είχε πεσμένο στα πόδια της.
Δεν ήθελε να τον πνίξει βέβαια, ίσως μόνο να τον ντροπιάσει μπροστά στα μάτια των υπόλοιπων παιδιών.
Τα πιτσιρίκια μπορεί να γούσταραν απίστευτα όμως ο ιδιοκτήτης της σχολής δε χάρηκε καθόλου.
Έχασε τη δουλειά της την ίδια μέρα και η ομοσπονδία του αθλήματος την τιμώρησε στερώντας της τα παλιά μετάλλια, τις πιστοποιήσεις και κάθε δυνατότητα να ξαναδιδάξει καράτε σε παιδιά ή μεγάλους.
Ευτυχώς οι γονείς του 16χρονου που ήξεραν με τι κωλόπαιδο είχαν να κάνουν δεν την τράβηξαν με μηνύσεις και το πράγμα τελείωσε εκεί.
Όμως οι αναποδιές δεν είχαν τέλος.
Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα η Βίκυ ανακάλυψε ότι ο καλός της, το γλένταγε που και που με τον κολλητό του από το στρατό.
Κάπως έτσι τρία ολόκληρα χρόνια σοβαρής σχέσης έγιναν καπνός και η Βίκυ τα μάζεψε και νοίκιασε ένα δυάρι σε μια άλλη γειτονιά του Κέντρου.
Στην ίδια πολυκατοικία έμενε και ο κυρ Αλέκος .
Ένας 60αρης μισάνθρωπος που ζούσε από τη μεγάλη ακίνητη περιουσία του και ήταν φυσικά τι άλλο…; διαχειριστής!
Αντιπροσώπευε επάξια όλα τα αρνητικά στερεότυπα που ξέρουμε για τους διαχειριστές στις πολυκατοικίες και μάλιστα με το παραπάνω.
Τσιμπούρι, αδιάκριτος, αγενής και χαιρέκακος, ο κυρ Αλέκος ήταν ο άνθρωπος που κανένας δεν ήθελε να δει στο κατώφλι της πόρτας του.
Έμενε στο μεγάλο διαμέρισμα του 3ου με την κατάκοιτη μάνα του και δεν είχε δική του οικογένεια.
Όταν η νέα νοικάρισσα εμφανίστηκε στην πολυκατοικία φρόντισε από την πρώτη στιγμή να της δείξει πόσο κόπανος ήταν.
Α: Εδώ είμαστε σοβαροί και σεμνοί άνθρωποι. Πάρτι, άντρες να μπαινοβγαίνουν, μουσικές και φασαρίες κομμένα! Και τα κοινόχρηστα πάντα στην ώρα τους. Αλλιώς μάζεψέ τα από τώρα και δρόμο!
Η Βίκυ τον κοίταξε με βλέμμα γεμάτο αποδοκιμασία και απέχθεια αλλά δεν του απάντησε.
Απλά του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα και τον άφησε να μουρμουρίζει στον διάδρομο.
Και κάπως έτσι λοιπόν, στα τέλη του Μάρτη, τους βρήκε η καραντίνα και ο εγκλεισμός...