ΡΩΞΑΝΗ ΚΑΙ ΑΧΙΛΛΕΑΣ (ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ - ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)
Ο Αχιλλέας κρατιόταν σφιχτά από τα μπράτσα της πολυθρόνας όσο η Ρωξάνη τον έπαιζε με χαρακτηριστική άνεση κάτω από το τραπέζι. Κάποια στιγμή άρπαξε τον πούτσο του με τα δάχτυλα και άρχισε να τον σηκώνει ψηλά. Ακόμα και πάνω από τα ρούχα του, οι ποδοϊκανότητες της πιτσιρίκας ήταν τέτοιες που ένιωθε ότι δεν θα μπορούσε να κρατηθεί για πολύ ακόμα.
Ρ: Θα σου τον ξεριζώσω μαζί με τα παπάρια και θα σου τον δώσω να τον φας!
Πλέον δεν υπήρχε κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Ο Αχιλλέας μπορεί να άργησε αλλά κάπου εκεί κατάλαβε ότι όλα όσα συνέβαιναν τις τελευταίες μέρες δεν απλά συμπτώσεις αλλά μέρος ενός σατανικού σχεδίου. Το μυαλό και οι σκέψεις του ήταν σαν ανοιχτό βιβλίο για την Ρωξάνη, κάτι που ξαφνικά τον έκανε να νιώσει πανικό. Ήταν όμως και τέρμα καυλωμένος και κάπως έτσι δεν έδωσε παραπέρα σημασία στο περίεργο της υπόθεσης.
Απλά αφέθηκε…
-Ρωξάνη που είσαι κορίτσι μου; Το φαγητό είναι έτοιμο!
Ρ: Εδώ είμαι καλέ γιαγιά! Πίνουμε καφέ με τον Αχιλλέα στο μπαλκόνι του!
Ο Αχιλλέας χωρίς να πει κουβέντα κοίταξε τη Ρωξάνη έντρομος. Εκείνη για πρώτη φορά είδε στο πρόσωπο του ζωγραφισμένο τον πανικό και την απόγνωση.
Και της άρεσε!
Έριξε κάπως τον ρυθμό και την πίεση των μαλάξεων αλλά φυσικά δεν σταμάτησε. Η γριά τώρα κοιτούσε καχύποπτα από το διπλανό μπαλκόνι. Αν και πλησίασε το στηθαίο, το μόνο που μπορούσε να δει ήταν την πλάτη του Αχιλλέα και την Ρωξάνη καθισμένη απέναντί του.
Ρ: Τώρα γιαγιά τελειώνουμε τον καφέ και έρχομαι. Να εγώ τελείωσα! Αχιλλέα τελείωνε και συ επιτέλους!
Μαζί με το ύφος της αθώας παιδούλας είχε επιστρέψει επίσης και η ένταση στις κινήσεις του ποδιού της. Ο Αχιλλέας έκανε να φέρει την κούπα με τον καφέ στο στόμα του όμως δεν είχε καταλάβει καλά τι εννοούσε η Ρωξάνη όταν έλεγε «τελείωνε». Λίγο πριν πιει, η μικρή του έχωσε μια δυνατή κλοτσιά στα αρχίδια που τον έκανε να βογκήξει από πόνο αλλά και από καύλα.
Ρ: Είπαμε τελείωνε!
Κρατούσε το πέλμα της σανιδωμένο επάνω στον καβάλο του και απλά τον περίμενε. Σε λίγα δευτερόλεπτα η κούπα του είχε γίνει χίλια κομμάτια στο πάτωμα του μπαλκονιού και το μουσκεμένο σορτσάκι του δρόσιζε το γλυκό πατουσάκι της Ρωξάνης. H γριά απλά σταυροκοπήθηκε απορημένη και επέστρεψε μέσα στο διαμέρισμά της.
Σηκώθηκε από την καρέκλα της, φόρεσε τις σαγιονάρες της και τον πλησίασε. Του έδωσε μια δυνατή σφαλιάρα και του τσίμπησε με τα δάχτυλα το μάγουλο κουνώντας το πέρα δώθε.
Ρ: Φαντάσου μόνο τι μπορώ να σου κάνω με τα πόδια μου άμα σε έχω και ξεβράκωτο… Σήμερα τη νύχτα θα το μάθεις!
Ο Αχιλλέας απλά κατεύνασε με το κεφάλι σκυμμένο, κοιτώντας σαν χαμένος πότε τη σπασμένη κούπα και πότε το χυμένο σορτσάκι του. Και ακόμα δεν είχε ιδέα τι του ετοίμαζε η Ρωξάνη για τη νύχτα…
Λίγες ώρες μετά όλα θύμιζαν ένα απλό καθημερινό ανοιξιάτικο απόγευμα. Ο Αχιλλέας είχε κάπως ανακτήσει δυνάμεις και αυτοπεποίθηση και η Ρωξάνη όπως συνήθως καιγόταν στο λάπτοπ της. Και φυσικά τον κατασκόπευε. Και για άλλη μια φορά το messenger τον έκαψε…
John: Φίλε τι λέει; Καμία εξέλιξη με το γειτονάκι;
Achilleas: Άστα φίλε… Σήμερα το μεσημέρι στο μπαλκόνι. Κόλαση!
John: Λέγε ρε! Τσιμπουκάρα να φανταστώ;
Achilles: Δεν πάει το μυαλό σου… Κατέβασα τις τέντες και την είχα να με πιπώνει όλο το μεσημέρι… Πολύ μπροστά η μικρή!
John: Τα καταπίνει κιόλας το σκυλί;
Achilleas: Τα γλύφει κι απ’ το πάτωμα…
John: Ε στείλε και καμία φωτογραφία από τη δράση ρε φίλε. Να καμαρώσουμε τη ψωλάρα σου στα μούτρα της!
Achilleas: Δε νομίζω να κάνω κάτι παραπάνω. Το μεσημέρι παραλίγο να μας πάρει χαμπάρι η γιαγιά της!
John: Τι να πω φίλε. Εσύ ξέρεις. Κράτα με ενήμερο…
Η Ρωξάνη έκλαιγε από τα γέλια. Μα πόσο μαλάκας επιτέλους!!! Μετά κι από αυτό έπρεπε να του ετοιμάσει κάτι σπέσιαλ για το βράδυ. Κάτι που θα τον στιγμάτιζε για την υπόλοιπη ζωή του και που θα τον έκανε να κοκκινίζει από ντροπή κάθε φορά που θα άκουγε το όνομά της. Και ήξερε ακριβώς τι του χρειαζότανε…
Ώρα έντεκα και μισή. Η Ρωξάνη πανέτοιμη για το τελειωτικό χτύπημα. Φορούσε μόνο κάτι κοριτσίστικα εσώρουχα με ροζ καρδούλες, τις σαγιονάρες της και φυσικά τα γυαλιά της. Μόλις η γιαγιά της άρχισε να ροχαλίζει από το δίπλα δωμάτιο, τσέκαρε τον υπολογιστή και βγήκε ακροπατώντας στον διάδρομο του ορόφου. Χτύπησε συνθηματικά την πόρτα και μετά από λίγο ο Αχιλλέας άνοιξε. Στάθηκε απέναντί της βλοσυρός.
Α: Έτσι κυκλοφορείς εσύ έξω από το σπίτι σου;
Ο Αχιλλέας φαινόταν να έχει πάρει τις αποφάσεις του και ήθελε να το τελειώσει πριν καταντήσει εντελώς χαλάκι στα πόδια της νεαρής γειτόνισσας. Ήταν όμως τόσο αδύναμος…
Α: Το ξέρεις ότι αν μας καταλάβαινε η γιαγιά σου μπορεί και να με έτρεχε στην αστυνομία; Ούτε τα δεκαοχτώ δεν έχεις κλείσει ακόμα.
Η Ρωξάνη δεν απαντούσε. Τον κοιτούσε μόνο με ένα σκανταλιάρικο βλέμμα και άφησε τα πόδια της να μιλήσουν για τις προθέσεις της. Στην αρχή πέταξε τη μία σαγιονάρα και πλάκωσε το γυμνό καλάμι του ενός ποδιού με το πέλμα του άλλου. Εκεί λοιπόν που ο Αχιλλέας προσπαθούσε να την αγνοήσει και παρίστανε τον καμπόσο άπλωσε το γυμνό πόδι της και το ακούμπησε χωρίς κανένα δισταγμό επάνω στον πούτσο του. Τον διέλυσε…
Α: Γιατί μου το κάνεις αυτό Ρωξανούλα μου; Γιατί;
Ρ: Μπορώ να συνεχίσω να το κάνω έξω από την πόρτα σου μέχρι να γεμίσεις το πλυντήριο με χυμένα σορτσάκια. Μπορούμε όμως αν θέλεις να συνεχίσουμε στον καναπέ και ίσως σου εξηγήσω…
Παραμέρισε ηττημένος και την άφησε να περάσει μέσα. Όσο έκλεινε την πόρτα ζύγιζε την απόφαση που μόλις είχε πάρει. Διαισθανόταν ότι με κάποιο τρόπο θα το μετάνιωνε αλλά δεν μπορούσε να κατανικήσει τις ορμές του. Έκλεισε τα μάτια του και με μια βαθιά ανάσα έδιωξε όλες τις ανησυχίες από το κεφάλι του. Για πρώτη φορά στη ζωή του μίλησε στον εαυτό του με απόλυτη ειλικρίνεια.
«Θα παραδοθώ στα πόδια της άνευ όρων. Και ότι θέλει ας γίνει».
Όταν έφτασε στο σαλόνι η Ρωξάνη είχε ήδη ξαπλώσει στον καναπέ ξυπόλητη. Εκείνος κάθισε δίπλα στα πόδια της και τα πήρε κατευθείαν στα χέρια του. Τα χάιδεψε για λίγο και έπειτα έστρεψε το βλέμμα του πάνω της.
Α: Ποια είσαι στ’ αλήθεια;
Ρ: Η γειτόνισσα που έφτυνες τόσους μήνες. Το μπάζο που έλεγες στο τηλέφωνο τις προάλλες…
Ο Αχιλλέας δαγκώθηκε. Έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στο πόδι της και με σμπαραλιασμένο βλέμμα που αναζητούσε μόνο τον οίκτο, απάντησε απολογούμενος.
Α: Ήταν μια μαλακία της στιγμής. Δεν ήξερα ότι ήσουν κοντά και άκουγες…
Ρ: Δεν σε ένοιαζε πες καλύτερα. Αλλά αρκετά με εμένα. Εσύ ποιος είσαι;
Ξεκίνησε να εξομολογείται βουρκωμένος και στην πορεία έφτασε να κλαίει με λυγμούς. Ήταν ένας δυστυχισμένος άνθρωπος που χρόνια καταπίεζε τις ιδιαίτερες ορμές του και κρυβόταν πίσω από το αρχέτυπο του παραδοσιακού επιβήτορα. Ήταν ποδολάγνος μέχρι το κόκκαλο και βαθιά υποτακτικός σε σημείο που ο εξευτελισμός γινόταν συνώνυμο της ηδονής που επιζητούσε. Η Ρωξάνη αφού τον «έσπασε» άρχισε να νιώθει οίκτο προς το πρόσωπό του. Μπορούσε απλά να τον αφήσει και να φύγει όμως δεν ήθελε να εγκαταλείψει τώρα το σχέδιό της. Πάνω στο καλύτερο…
Ρ: Ώστε πόδια λοιπόν…
Α: Όλη μου τη ζωή.
Ρ: Και τι λένε τα άλλα κορίτσια γι’ αυτό;
Α: Όσα έχω ρωτήσει γέλασαν. Εκτός από αυτά που πληρώνονται βέβαια…
Ρ: Ε, λοιπόν εγώ θα είμαι το πρώτο που δεν θα πληρώσεις γι’ αυτή τη δουλειά. Γδύσου!
Ο Αχιλλέας χαμήλωσε το βλέμμα και σχεδόν πειθήνια άρχισε να πετάει τα ρούχα του το ένα μετά το άλλο. Πριν τσιτσιδωθεί καλά καλά, η Ρωξάνη είχε ήδη πιάσει δουλειά. Αγκάλιασε με τις πατούσες της σφιχτά το πέος του και ξεκίνησε την ποδομαλακία. Εκείνος έμεινε απλά μαλάκας. Τέτοια τεχνική δεν είχε συναντήσει ούτε σε κορυφαίες επαγγελματίες του κλάδου. Φυσικά η προπόνηση με τις μπανάνες είχε παίξει καταλυτικό ρόλο όμως η Ρωξάνη ήταν και φυσικό ταλέντο. Η ιδιαίτερη ανατομία του ποδιού της με τα μακριά και ευλύγιστα δάχτυλα, τα σαρκώδη πέλματα και τις ψηλές καμάρες, της έδιναν σημαντικό πλεονέκτημα. Πάνω απ’ όλα όμως είχε το attitude. Η Ρωξάνη αν διασκέδαζε μία φορά ποδομαλακίζοντας τις μπανάνες, με το καυλί του Αχιλλέα στα πόδια της γούσταρε δέκα.
Κάπου εκεί το κινητό του Αχιλλέα άρχισε να χτυπάει επίμονα. Εκείνος στην αρχή δεν έδινε σημασία όμως είχε αρχίσει να ανησυχεί μήπως συμβαίνει τίποτα.
Ρ: Δώσ’ το μου τώρα!
Η Ρωξάνη έδειχνε αναστατωμένη και ο τόνος της ήταν τουλάχιστον εριστικός. Για τον Αχιλλέα όμως δεν ήταν παρά ένα ακόμα αίνιγμα και φυσικά υπό τις συνθήκες εκείνες δεν θα μπορούσε να το λύσει σε καμία περίπτωση. Άπλωσε το χέρι του στο τραπέζι και χωρίς καν να δει ποιος καλούσε της το έδωσε. Εκείνη το πήρε, το έκλεισε και το ακούμπησε στο πάτωμα.
Ρ: Τώρα μάλιστα… Λοιπόν για πες, το ‘χω;
Α: Ρωξανούλα μη σταματάς μόνο. Είσαι η καλύτερη!
Ρ: Θέλω να ακούσω πόσο με αγαπάς. Δυνατά!
Ο Αχιλλέας άρχισε να φρικάρει. Μπορεί να τρελαινόταν για τα πόδια της και όντως να τη γούσταρε, όμως η πιτσιρίκα ήταν για τα σίδερα χωρίς καμία αμφιβολία. Εκείνη βλέποντάς τον να διστάζει άλλαξε την τεχνική της. Με το μεγάλο δάχτυλο του ενός ποδιού πλάκωσε το πουτσοκέφαλο και με τα δύο δάχτυλα του άλλου ποδιού σάρωνε με ιλιγγιώδη ταχύτητα τον κορμό της πούτσας του πάνω – κάτω. Χωρίς λιπαντικό ο Αχιλλέας πέρναγε δύσκολες όμως δεν τον έπαιρνε να κάνει και παράπονα.
Ρ: Δεν ακούω τίποτα! Μίλα ρε μαλάκα!!!
Α: Ναι…
Ρ: Τι ναι ρε μαλάκα; Χύνεις όλη την εβδομάδα για τα πόδια μου και σήμερα το μεσημέρι σου τον έπαιξα με τις πατούσες μου μπροστά στη γιαγιά μου. Τι ναι;
Α: Τι θες από μένα επιτέλους;
Τον είχαν πάρει πάλι τα κλάματα όμως η καύλα του δεν υποχωρούσε. Η Ρωξάνη όσο τον ξεφτίλιζε καταλάβαινε ότι τον ερέθιζε ακόμα περισσότερο και δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει πίσω.
Ρ: Δε θέλω κλάματα αγόρι μου. Θέλω την αλήθεια!
Α: Ε ναι λοιπόν σε αγαπάω!
Ρ: Τότε λοιπόν μπορείς να χύσεις στα πόδια του κοριτσιού που αγαπάς. Ελεύθερα…
Ο Αχιλλέας πλέον ήταν ένα ερείπιο. Λίγες στιγμές μετά απλά την υπάκουσε και πλημμύρισε τα γυμνά της πόδια με το σπέρμα του. Η Ρωξάνη με επιδέξιες κινήσεις συγκέντρωσε όσο περισσότερο μπορούσε σε κάθε επιφάνεια των ποδιών της και έτσι απλά του τα έχωσε στα μούτρα.
Ρ: Καθάρισέ τα καλά. Δε θέλω να κολλάνε οι σαγιονάρες μου.
Άρχισε να τα γλύφει εξουθενωμένος. Από κάποια στιγμή και ύστερα όσο και να έγλυφε, τα πόδια της δεν σταματούσαν να κολλάνε γιατί το στόμα του ήταν γεμάτο χύσια. Η Ρωξάνη απολάμβανε το μαρτύριο του Σίσυφου με την ψυχή της. Κάποια στιγμή βαρέθηκε και απλά τον κλώτσησε υποτιμητικά στο πρόσωπο. Σηκώθηκε, του έδωσε το κινητό και φόρεσε τις σαγιονάρες της.
Ρ: Μαζί σου τελείωσα.
Τον παράτησε σύξυλο και έφυγε. Το πραγματικό δράμα του Αχιλλέα όμως μόλις άρχιζε…
Άνοιξε το κινητό του και βρήκε δεκάδες μηνύματα και αναπάντητες κλήσεις. Άρχισε να τα διαβάζει ένα προς ένα και κάπου στο τρίτο απλά λιποθύμησε. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο η web camera του υπολογιστή του που έβλεπε καρφί στον καναπέ ήταν ανοιχτή και στρίμαρε στο facebook για μία τουλάχιστον ώρα. Όσο δηλαδή κράτησε η επίσκεψη της Ρωξάνης στο διαμέρισμά του.
Η Ρωξάνη μόλις έφτασε στο διαμέρισμά της φρόντισε να σβήσει και να καλύψει όλα της τα ίχνη από τον υπολογιστή του Αχιλλέα. Αν την έπαιρναν χαμπάρι αντιμετώπιζε σοβαρές ποινικές ευθύνες και το γνώριζε καλά. Εξάλλου δεν χρειαζόταν κάτι άλλο από εκείνον. Του είχε πάρει τα πάντα.
Μπορεί οι επόμενοι μήνες να ήταν εφιαλτικοί για τον Αχιλλέα και να χρειάστηκε κούτες αντικαταθλιπτικών για να την παλέψει, όμως παραδόξως τα πράγματα κάποια στιγμή έστρωσαν. Για τους περισσότερους και τις περισσότερες ίσως ήταν απλά ένας τελειωμένος πατουσάκιας, όμως υπήρξαν και γυναίκες που τον πλησίασαν υποψιασμένες και του έδωσαν με αγάπη αυτό που λαχταρούσε. Από μία άποψη δηλαδή η κατά τ’ άλλα τραυματική του εμπειρία με τη Ρωξάνη του βγήκε σε καλό.
Όσο για εκείνη, μπορούμε να πούμε ότι η εξέλιξή της ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη. Μετά τον πάταγο που έκανε στο στριμ του Αχιλλέα, έγινε γνωστή στην πιάτσα για τα κρυφά σκοτεινά ταλέντα της και σύντομα μπήκε στον χώρο καθαρά σαν fetish model. Ύστερα τα παράτησε και αφοσιώθηκε στην μεγάλη εμμονή της ζωής της. Τους υπολογιστές.