ΣΚΛΑΒΟΣ ΑΛΒΑΝΙΔΩΝ: ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ
100% φανταστική ιστορία. Επιστρέφω μετά από καιρό σε ένα στυλ ιστοριών που είχαμε ξεχάσει… Θα υπάρξει και ένα δεύτερο μέρος της ιστορίας.
Ο απογευματινός ήλιος έλουζε το πολυτελές γραφείο μου στον τελευταίο όροφο του υπουργείου. Είχε κιόλας φτάσει ο Απρίλης, με τις ευχάριστες οσμές των ανθών και τα τιτιβίσματα των πουλιών. Ωστόσο, η δουλειά ήταν αμείλικτη. Το να είσαι ειδικός γραμματέας υπουργείου, και μάλιστα υψηλά αμειβόμενος, συνεπάγεται ευθύνη και μεγάλες απαιτήσεις. Κοιτώντας έξω από την τζαμαρία του γραφείου, έβλεπα πιάτο όλη την Αθήνα, με τον Παρθενώνα, αιώνιο σύμβολο του δυτικού πολιτισμού να δεσπόζει επιβλητικός κάτω από τον πεντακάθαρο αττικό ουρανό. Αναστέναξα. Χαλάρωσα τη γραβάτα μου. Και χύθηκα ξανά στην πολυθρόνα. Από τη στιγμή που τελείωσε η σχέση μου με τη Μαίρη, δεν είχα συνέλθει τελείως. Ένιωθα ακόμη μουδιασμένος. Αλλά η καύλα καύλα. Ήμουν 35 ετών, εμφανίσιμος, εύπορος, με διαμέρισμα στο Κολωνάκι και μια θέση εργασίας που πολλοί θα ζήλευαν. Γιάπης σωστός. Θεωρητικά θα μπορούσα να είχα όποια θέλω, αλλά οι γυναίκες απαιτούν χρόνο. Εγώ δεν διέθετα δυστυχώς. Ήμουν δεξί χέρι του υπουργού, όφειλα να τιμήσω την εμπιστοσύνη του…
Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου. Ανακάλεσα τα γεγονότα τις περασμένης βραδιάς , που επαναλαμβάνονταν σταθερά το τελευταίο διάστημα. Όταν νύχτωνε ξεμύτιζα. Μπορεί να ήμουν αποκαμωμένος από τη δουλειά, αλλά η καύλα μου με παρακινούσε να κινηθώ στις κακόφημες γειτονιές του κέντρου, στα κωλόμπαρα της Αχαρνών.. Εκεί, μέσα στην καλτίλα και την παρακμή ενός συγκεκριμένου πορνοχώρου της συμφοράς, μου έτρωγε τα λεφτά μια κορασίδα, καυλάκι σωστό, πουτανάκι από τα λίγα, αλβανικής καταγωγής. Πίσω από έναν μεγάλο φίκο, σε μια καβάτζα του μαγαζιού, την κερνούσα ποτά, τις άνοιγα μπουκάλια, και εκείνη μου τον έπαιζε με τις ποδάρες της. Είχε αντιληφθεί εξ αρχής το άρρωστο φετίχ μου και το εκμεταλλευόταν δεόντως για να αποσπά κεράσματα. Και η άτιμη ήταν εξπερ στην ποδομαλακία. Ούτε επαγγελματίας αφέντρα να ήταν! Μέσα σε μερικές εβδομάδες είχα χύσει μεγάλες ποσότητες σπέρματος στις πατουσάρες της, ενώ είχα ξοδέψει μερικές χιλιάδες ευρώ.. Τα λεφτά που θα μπορούσα να αποταμιεύω, να επενδύω ή στην τελική να χαλάω σε συνοδούς πολυτελείας (σε πιο value for money σκηνικά), μου τα έτρωγε ένα πουτανάκι που έκανε κονσομασιόν, αλλά ήξερε πολύ καλά πώς να σου παίξει την πούτσα με τις πατούσες της… και να σε τελειώσει μέσα σε δευτερόλεπτα…
Τις σκέψεις μου διέκοψε ο χτύπος στην πόρτα.
-Κύριε Σκλαβούνο, έχω τελειώσει με τον υπόλοιπο όροφο, μπορώ να καθαρίσω και το γραφείο σας να πάω σπίτι?
Ήταν η κυρά Μαρτέλλα. Αλβανίδα καθαρίστρια ηλικίας 58 χρονών. Μια γυναίκα από το Τεπελένι, εύσωμη σχετικά αλλά με συμμετρικό σώμα, με τραχιά, ρυτιδιασμένη όψη, εμφανώς ταλαιπωρημένη από τη σκληρή δουλειά. Τη γυναίκα αυτή την έβλεπα με κάποια συμπάθεια αλλά και με θαυμασμό για όσα είχε περάσει. Ο άντρας της είχε πεθάνει πριν χρόνια. Η ίδια καθάριζε σπίτια ξιπασμένων πλουσίων κυριών, προκειμένου να μεγαλώσει την κόρη της που κοντοζύγωνε τα 22. Άτυχη γυναίκα, φτωχή… Αλλά πολύ καλή στη δουλειά της. Προσελήφθη προ μηνών στο υπουργείο και καθάριζε το δικό μου όροφο απογευματινές ώρες, κατά τις οποίες δεν υπήρχε ψυχή στο κτίριο πλην εμού…
- Πέρνα κυρά Μαρτέλλα, ξεκίνα το καθάρισμα, εγώ δεν σε ενοχλώ, τελειώνω τη δουλειά μου και φεύγω σε λίγο.
- Μην ανησυχείτε κύριε Σκλαβούνο, με την άνεσή σας, εγώ θα ξεσκονίσω λίγο τα ράφια και μετά θα σφουγγαρίσω το πάτωμα.
Η ώριμη καθαρίστρια ξεκίνησε να ξεσκονίζει με το φτερό τα ράφια της βιβλιοθήκης, ανασηκωμένη στις μύτες των ποδιών της. Φορούσε την κλασική μπλε στολή εργασίας των καθαριστριών του Δημοσίου, και τα γυμνά της πόδια περιέβαλαν κάτι ξύλινα τσόκαρα με ελαφρύ τακούνι, τα οποία ομολογουμένως πρώτη φορά έβλεπα να φορά. Συνήθως φορούσε σαμπώ. Το θέαμα, για κάποιον λόγο, ήταν ερεθιστικό. Λίγο η απριλιάτικη ζέστη, λίγο οι καύλες μου, λίγο η θύμηση της νεαρής αλβανίδας κωλομπαρούς, ε δεν ήθελε και πολύ… Παρατηρούσα τα πόδια της. Σφιχτές γάμπες, δουλεμένες από τη σωματική δραστηριότητα. Λεπτοί αστράγαλοι, δυσανάλογοι με το λοιπό «νταρντανέ» στυλ. Και πατούσες σκληρές, ζαρωμένες και ξηρές. Ώριμες πατούσες μια γυναίκας του μόχθου. Τα νύχια της ήταν βαμμένα κόκκινα. Τα δάχτυλά της κοντά αλλά αρμονικά… Μια ελαφρά δυσφορία με κυρίευσε καθώς τη χάζευα. Μια ανεπαίσθητη κίνηση μέσα στο παντελόνι μου…
Στη συνέχεια αρχίνησε το σφουγγάρισμα. Είχε αφαιρέσει τα τσόκαρα και πατούσε ξυπόλυτη στο πάτωμα. Οι φτέρνες της είχαν σκονιστεί. Σε κάθε της βήμα πατούσε αποφασιστικά τα πλακάκια. Εγώ τη χάζευα…
- Κύριε Σκλαβούνο, σας βλέπω αφηρημένο. Μήπως σας ενοχλώ? Μήπως να διακόψω μέχρι να τελειώσετε?
- Όχι όχι κυρά Μαρτέλλα. Κάνε τη δουλειά σου. Κάτι σκεπτόμουν..
- Αχ κύριε Σκλαβούνο, δουλεύετε και εσείς πολύ, σαν εμένα..
- Τι να κάνουμε κυρά Μαρτέλλα, αγαθά κόποις κτώνται.
- Να, μόνο που εσείς είστε αγάς εδώ μέσα, διευθυντής. Και τα κονομάτε καλά. Ενώ εγώ η καημένη. Έναν μισθουλάκο της συμφοράς παίρνω που ενέκρινε ο υπουργός σας.. Και πάω και σε σπίτια να καθαρίζω... Αφήστε ζόρικο πράγμα τα μεροκάματα.. Αλλά τι σας λέω και εσάς. Μπορείτε εσείς να καταλάβετε εμάς, τη φτωχολογιά??
Τα λόγια της υπέκρυπταν ένα παράπονο, μια δυσαρέσκεια, ίσως και φθόνο.. Φθόνο ταξικό. Είχε κοντοσταθεί μπροστά στο γραφείο μου και είχε αφήσει τη σφουγγαρίστρα παράμερα. Ήταν εμφανές ότι είχε διάθεση για κουβέντα. Πριν προλάβω να της απαντήσω, έκατσε απρόσκλητα σε μια πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο.
-Μα κυρά Μαρτέλλα, έτσι είναι η ζωή, δύσκολη. Εσύ το ξέρεις καλά αυτό. Μη νομίζεις, όμως, ότι και εμένα μου χαρίστηκε κάτι. Σπούδασα πολλά χρόνια, μετεκπαιδεύτηκα, στερήθηκα απολαύσεις… Μη βλέπετε μόνο τη βυτρίνα. Δείτε από πίσω τη σκληρή δουλειά… Την ευθύνη έναντι του ελληνικού λαού…
-Αυτά είναι μπαρδάκια που μου λες. Παραμύθια!
Απάντησε ξαφνικά με πολύ θράσος και με μια ανεξήγητη επιθετικότητα στον τόνο της. Και συνέχισε.
- Ξέρεις τι θα πει πραγματικά σκληρή δουλειά? Ξέρεις πως βγαίνει το μεροκάματο μιας καθαρίστριας? Ξέρεις πως είναι να είσαι Αλβανίδα στην Ελλάδα και να υπηρετείς ψιλομύτες Ελληνίδες? Δες εδώ!
Αμέσως ανασήκωσε τα πόδια της, εντελώς γυμνά, και τα ανέβασε με αυθάδεια πάνω στο γραφείο μου, περίπου 1 μέτρο από το πρόσωπό μου. Εγώ εξεπλάγην…
- Κοίτα εδώ κύριε ειδικέ Γραμματέα. Κοίτα τις πατούσες μιας Αλβανίδας μεροκαματιάρας. Δες τους κάλους, τη σκλήρυνση στις φτέρνες, την ταλαιπωρία... Μύρισε το άρωμά τους. Τη μυρωδιά της σκληρής δουλειάς!
Εγώ είχα παγώσει. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δεν μπορεί να συνέβαινε στα αλήθεια αυτό?! Η Αλβανίδα καθαρίστρια του υπουργείου καθόταν αναπαυτικά στην αντικρινή πολυθρόνα, μπροστά στον προϊστάμενό της, με τα πόδια πάνω στο γραφείο του! Φάτσα κάρτα μπροστά στο πρόσωπό του! Τα ύστερα του κόσμου!!
- Το παράκανες κυρά Μαρτέλλα, υπερέβης τα εσκαμμένα. Κατέβασε αμέσως τα πόδια και φύγε από το γραφείο μου. Δεν φταίω εγώ που εσύ έχεις παράπονα από τη ζωή σου!
Έκανα κίνηση να ανασηκωθώ, αλλά το μυστηριώδες βλέμμα της με καθήλωσε.
- Άκου νεαρέ. Μπορεί να είσαι σπουδαγμένος και τρανός. Εδώ μέσα όμως, μπροστά μου, μπροστά στις κουρασμένες αρχοντοπατουσάρες μου, είσαι ένα τίποτα. Και μπορώ να σου το αποδείξω αυτό ανά πάσα στιγμή..
Την άκουγα προσεκτικά και την παρατηρούσα. Οι πατούσες της με κοιτούσαν καταπρόσωπο. Ήταν σκληρές μεν, πολύ διεγερτικές δε. Μεγάλες, ξηρές, με βαθιές ζάρες και πολλά σκληρά σημεία που τις έκαναν ακόμη πιο θελκτικές στα μάτια μου. Από πού αντλούσε όμως αυτήν την αυτοπεποίθηση, αυτό το υπερβολικό και ανεξήγητο θράσος απέναντί μου? Τι συνέβαινε? Τι παιζόταν πίσω από όλο αυτό το αλλόκοτο συμβάν? Το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς. Είχα ιδρώσει. Η ήδη χαλαρωμένη γραβάτα μου με έσφιγγε. Με κόπο διατηρούσα ψήγματα της αυτοκυριαρχίας μου…
- Τι εννοείς? Μίλα ξεκάθαρα Μαρτέλλα. Δεν σε πιάνω. Το ξέρεις ότι ρισκάρεις πολλά με αυτήν την ανάρμοστη συμπεριφορά, έτσι δεν είναι?
Εκείνη χαμογέλασε υπεροπτικά. Κούνησε επιδεικτικά τα δάχτυλα των ποδιών της, απελευθερώνοντας μια ανεπαίσθητη ποδαρίλα προς το μέρος μου. Παρά την ταραχή και το θυμό μου την εισέπνευσα διακριτικά. Το άρωμα αυτό μου ήταν πολύ οικείο, πολύ ευχάριστο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή πληθώρα γυναικείων ποδιών είχε αναπαυθεί στο πρόσωπό μου. Ποδολάγνος από κούνια που λένε! Μην σου τύχει! Συνέχισε να με κοιτάζει βαθιά στα μάτια. Έδειχνε τόσο σίγουρη για τις κινήσεις της..
-Θα μάθεις μικρέ. Πρώτα όμως θα μου φιλήσεις τις πατούσες και θα με ευχαριστήσεις για τις υπηρεσίες μου εδώ μέσα!
- Αυτό, αυτό, αυτό είναι άνω ποταμών! Τι θες κυρά μου? Πώς ΤΟΛΜΑΣ? Στην τελική μια Αλβανίδα είσαι! Άντε μη σε στείλω πίσω στο Τεπελένι να θυμηθείς το Χότζα!
- Εντάξει νεαρέ. Στείλε με στο Τεπελένι. Αλβανίδα είμαι. Και μάλιστα περήφανη για την καταγωγή μου. Αλλά δεν μου λες κύριε Ειδικέ Γραμματέα. Πώς καταδέχεται η αφεντιά σου, εσύ ένας Ελληναράς φραγκάτος, κάθε βράδυ, να πετά εκατοντάδες ευρώ στα πόδια μιας Αλβανίδας, ικετεύοντας να τα γλείψει??
Ταυτόχρονα, έβγαλε το κινητό από την τσέπη της ποδιάς της και άνοιξε την οθόνη. Την έστρεψε αμέσως προς το μέρος μου. Η εικόνα που είδα ήταν σοκαριστική. Εγώ. Ολόγυμνος. Ξαπλωμένος σε έναν κόκκινο καναπέ πίσω από έναν τεράστιο φίκο. Μια μελαχρινή καυλίτσα με εσώρουχα. Το ένα της πόδι χωμένο βαθιά στο στόμα μου. Το άλλο να πατά με δύναμη τον πρησμένο πούτσο μου. Απίστευτο… Δηλαδή πως, τι, γιατί..
-Βλέπω κατάπιες τη γλώσσα σου. Καλά κάνεις μικρέ. Γιατί σε λίγο θα καταπιεις και τη σκόνη από τις πατούσες μου! Άκου μαλάκα. Τόσο καιρό τα σκας στα πόδια μιας νεαρής Αλβανίδας. Έχεις γίνει ο μαλάκας της. Περίγελος στο κωλόμπαρο που δουλεύει. Ξέχασες όμως να ρωτήσεις το όνομά της. Τη λένε Ιλόνα βλάκα. Και είναι η κόρη μου!
Στο άκουσμα της φράσης αυτής κατέρρευσα ψυχολογικά. Ήταν αδιανόητο. Η πουτανίτσα στο κονσομασιόν που μου έπαιζε ποδομαλακία, ήταν η κόρη της καθαρίστριας από το Τεπελένι που καθάριζε στο Υπουργείο και τη συναντούσα καθημερινά! Δεν γίνονται αυτά ρε πούστη μου! Και όχι μόνο αυτό, αλλά τώρα αυτή η καριόλα η μάνα της είχε και μια φωτογραφία που αποδείκνυε την ξεφτίλα μου! Χειρότερο δεν γινόταν..
- Στάθηκες άτυχος φλώρε. Ένα απόγευμα που σχολούσα, ήρθε να με πάρει η κόρη μου. Συμπτωματικά, την ίδια ακριβώς στιγμή έφευγες και εσύ από το γραφείο. Η μικρή σε είδε και σε αναγνώρισε. Με ρώτησε για σένα. Της είπα ποιος είσαι. Και εκείνη φυσικά μου είπε ΤΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΙΣΑΙ! Ένας μαλάκας ποδογλείφτης. Σκλάβος των γυναικών. Σκλάβος των Αλβανίδων. Και άκου και αυτό ξεφτίλα. Μόλις το έμαθα αυτό σκέφτηκα κάτι. Συμβούλευσα την κόρη μου να σε καταγράψει με κρυφή κάμερα. Αυτό που βλέπεις είναι μόνο ένα μικρό στιγμιότυπο του καυτού υλικού που έχω στα χέρια μου. Και καταλαβαίνεις φυσικά τι θα πάθεις αν δεν είσαι καλό παιδί… Ο υπουργός σου θα λάβει ένα μέιλ. Και θα τα δει όλα! Θα δει τον ειδικό γραμματέα του σε μεγάλα γλέντια. Ο ευυπόληπτος κύριος Σκλαβούνος να ταπεινώνεται, να σέρνεται στα πόδια μιας Αλβανίδας πουτάνας. Τέλειωσες αρχίδι. Και μετά, το καυτό υλικό θα φτάσει σε όλες τις σκανδαλοθηρικές εκπομπές. Θα παίξει και σε τσοντοσαιτ, γιατί όχι? Κοινώς την πούτσισες μαλάκα, εκτός αν κάνεις ό, τι σου πω!
Κάθε της λόγος, κάθε της λέξη, ήταν μια μαχαιριά. Τα είχα χάσει τελείως. Είχα σκύψει το κεφάλι. Ένα δάκρυ πάσχιζε να βγει από τους οφθαλμούς μου και να κυλήσει στα αναψοκοκκινισμένα μου μάγουλα. Με τρεμάμενη φωνή της μίλησα ξέπνοα:
- Τι θες από μένα.. Θα κάνω ό, τι ζητήσεις. Μη με καταστρέψεις. Δεν σου έχω κάνει κάτι κακό…
- Το ξέρω ότι δεν με έβλαψες. Αντιθέτως ήσουν πάντα ευγενικός μαζί μου. Αλλά τι να κάνουμε? Δεν γίνεται μια ζωή να καθαρίζω σκάλες, ούτε η κόρη μου να αφήνει τον κάθε μεθύστακα Ελληναρά να τη χουφτώνει τα βράδια. Η ζωή μας θα αλλάξει. Και εσύ θα είσαι το όχημα. Από σήμερα, αν δεν θες να σε καταστρέψω, θα μου δίνεις 5.000 ευρώ τον μήνα. Ξέρω ότι τα έχεις. Ταυτόχρονα, θα πληρώνεις το νοίκι μας, θα ψωνίζεις για την μικρή, θα της κάνεις όλα τα καπρίτσια και γενικά θα είσαι ο μαλάκας μας. Αν τολμήσεις να σηκώσεις κεφάλι και να πας στην αστυνομία, θα σε τελειώσω. Έχεις καμία αντίρρηση μαλάκα?
Εγώ την άκουγα εμβρόντητος και ηττημένος. Με είχε στο χέρι. Αντιλαμβανόμουν ότι έπεφτα θύμα εκβίασης που θα μπορούσα να καταγγείλω στις αρχές, αλλά το ρίσκο ήταν πολύ μεγάλο. Επιπλέον, εκείνη την ώρα δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά. Ανασήκωσα το βλέμμα. Την κοίταξα ντροπιασμένος. Οι πατούσες της έστεκαν πάντα εκεί, απλωμένες στο γραφείο μου, αντίκρυ στο πρόσωπό μου. Της απάντησα ταπεινά, με χαμηλή φωνή.
-Όχι..
- Έτσι μπράβο το αγόρι μου. Τώρα, έτσι για να επισφραγίσουμε τη συμφωνία, φίλα μου τις πατούσες και μύρισέ τες καλά!
Προς στιγμήν δίστασα. Εκείνη με κοίταξε άγρια και μου έδειξε το κινητό με νόημα. Τότε, χωρίς να ελέγχω τις κινήσεις μου απόλυτα, ανασηκώθηκα, στάθηκα στα τρεμάμενα πόδια μου και έσκυψα πάνω στο γραφείο. Σχεδόν ξάπλωσα μπρούμυτα. Οι αρχοντικές πατούσες της Αλβανίδας καθαρίστριας απείχαν τώρα μόλις μερικά εκατοστά από τη μύτη και το στόμα μου. Γαμώτο ήταν καλές, καυλοπατουσάρες. Η υποτακτική πλευρά του εαυτού μου σκιρτούσε. Το ίδιο και ο άρτι καυλωμένος πούτσος μου. Πλησίασα ακόμη περισσότερο. Τα ρουθούνια μου άγγιξαν το σκληρό πέλμα και ρούφηξαν τη μυρωδιά. Ακολούθησαν και άλλες ρουφηξιές, άπληστες. Έσυρα τη μύτη μου σε όλη την επιφάνεια της πατούσας της. Κατέληξα ανάμεσα στα ώριμα, καλοσχηματισμένα δάχτυλα. Εκεί εισέπνευσα βαθιά, πολύ βαθιά… Η ώριμη καθαρίστρια γέλασε σαρκαστικά με το άκουσμα του ήχου. Εγώ ανατρίχιασα. Ήμουν σε άλλη διάσταση. Σαν σε έκσταση, λοιπόν, άρχισα με πάθος να φιλάω τις πατούσες της εκβιάστριάς μου. Σε λίγο έβγαλα και τη γλώσσα μου. Άρχισα με φοβερή ένταση να τσιμπουκώνω τις δαχτυλάρες της σαν πουτάνα. Εκείνη όλη την ώρα γελούσε κοροιδευτικά και έκανε υποτιμητικά σχόλια σε βάρος μου. Με αποκαλούσε ποδογλείφτη, τσιμπουκλού ποδοδαχτύλων, σκλάβο των Αλβανίδων κτλ.
Μετά από λίγο τράβηξε απότομα τα πόδια της από το τραπέζι, αφού πρώτα με απώθησε με μια κλωτσίτσα στο πρόσωπο.
- Ώρα να φύγω δούλε. Το υπόλοιπο καθάρισμα θα το κάνεις εσύ. Το βράδυ σε θέλω απίκο στο κωλόμπαρο της κόρης μου να ξοδέψεις για πάρτη της τουλάχιστον 1000 ευρώ, για να γιορτάσουμε τη νέα μας ζωή. Να ξεκαυλώσεις κιόλας, γιατί βλέπω ότι το πουλάκι μεγάλωσε εκεί μέσα.
Περιπαικτικά έδειξε προς την κατεύθυνση του όλορθου πούτσου μου που ασφυκτιούσε μέσα στο παντελόνι. Μου έκανε νεύμα να την πλησιάσω. Είχε πια σηκωθεί όρθια. Φόρεσε τα τσόκαρά της. Εγώ βάδισα αργά προς το μέρος της, ζαλισμένος από την ένσταση του όλου σκηνικού. Με καρφωμένα τα μάτια στο δάπεδο στάθηκα μπροστά της. Εκείνη με μια απότομη κίνηση έπιασε τον πάνσκληρο πούτσο μου πάνω από το παντελόνι. Τον πίεσε ανάμεσα στα δάχτυλά της. Τον μάλαξε για λίγα δευτερόλεπτα. Τα ψωλόζουμα έρρεαν άφθονα και λέρωναν το πανάκριβο εσώρουχό μου. Ήμουν στο τσακ να χύσω. Στο σημείο αυτό, όμως, το έκοψε…
-Αποχαιρέτα την αφέντρα σου όπως της αξίζει Έλληνα δούλε!
Η φωνή της ήταν σκληρή και αυταρχική. Εγώ αμέσως μπήκα στο νόημα. Έσκυψα. Έσκυψα πολύ. Λύγισα τα γόνατα. Έπεσα στα 4 και ταπεινά, σχεδόν με απόλυτη ευλάβεια, της φίλησα τα ξύλινα τσόκαρα. Την ίδια στιγμή με πάτησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Η μύτη μου ακουμπούσε στα δάχτυλα του ενός ποδιού της. Το άλλο με πίεζε με δύναμη από πίσω. Το πρόσωπό μου είχε γίνει ένα με το κουντουπιέ της. Ο ιδρώτας του προσώπου μου έραινε τώρα το πάνω μέρος της πατούσας της.
-Έτσι μαλάκα. Αυτή είναι η θέση σου. Από αύριο θα δεις πως είναι να υπηρετείς 2 Αλβανίδες, μάνα και κόρη!
Γέλασε ξανά. Και συνέχισε να μου πιέζει το κεφάλι. Μάλιστα απέσυρε το κάτω πόδι της και η μάπα μου έγινε ένα με το πάτωμα. Σύρθηκε στα απορρυπαντικά… Ξεφτίλα. Έκλαιγα γοερά. Ήμουν αδύναμος. Ώσπου ξάφνου, η πίεση χαλάρωσε και άκουσα τον χτύπο από τα τακούνια της πάνω στα πλακάκια, καθώς απομακρυνόταν. Η πόρτα έκλεισε βίαια. Εγώ είχα το πρόσωπο ακόμα κολλημένο στο δάπεδο. Δεν είχα το κουράγιο να το σηκώσω…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ