Εισήλθα στα 4 σε ένα μικρό, λαϊκό διαμέρισμα, από αυτά που στοιβάζονται οι αλλοδαποί στο κέντρο της Αθήνας. Σωστή τρώγλη. Ακολουθώντας την Ιλόνα και τα τουρλωτά κωλομέρια της που κινούνταν προκλητικά σε κάθε της βήμα, βρέθηκα σε ένα φτωχικό σαλονάκι. Η Μαρτέλλα, η καθαρίστρια του υπουργείου και εσχάτως «αρχιαφέντρα» μου, καθόταν αναπαυτικά στον κεντρικό καναπέ. Φορούσε ένα μπουρνούζι μπάνιου, προφανώς μόλις είχε βγει από το ντουζ, και είχε απλωμένα τα γυμνά της πόδια στο τραπεζάκι έμπροσθεν του καναπέ… Ανατριχίλα με διαπέρασε μπροστά στο θέαμα. Οι ζουμερές και σαρκώδεις πατουσάρες της 58 χρονης Αλβανίδας με κοιτούσαν με αυθάδεια. Οι ζάρες, οι κάλοι, οι σκληρύνσεις, οι τραχιές φτέρνες… Όλα φάνταζαν αψεγάδιαστα μέσα στο θολωμένο από τα φετίχ μυαλό μου. Η έκστασή μου διεκόπη από μια σφαλιάρα της Ιλόνας στο σβέρκο μου.
«Εμπρός μαλάκα. Χαιρέτα τη Μητέρα και Αρχιαφέντρα σου!»
«Καλησπέρα Αρχιαφέντρα» κατάφερα να ψελλίσω εγώ και κατέβασα τα μάτια μου στο πάτωμα.
Μια νέα σφαλιάρα, πιο δυνατή αυτή τη φορά, στο ίδιο ακριβώς σημείο, με συνέφερε. Η Ιλόνα με άρπαξε από τα μαλλιά και με έσυρε με αγανάκτηση μπροστά στα απλωμένα πόδια της μητέρας της.
«Θα μάθεις να σέβεσαι την ιδιοκτήτριά σου βρωμόδουλε. Θα τη χαιρετάς προσκυνώντας τις πατούσες της. Κατάλαβες κόπανε?» Και βρίζοντάς με τοιουτοτρόπως, άρπαξε με βία το κεφάλι μου και το έφερε πάνω από το τραπεζάκι που η καθαρίστρια ξεκούραζε τα πόδια της.
«Εδώ μαλάκα, η μάπα σου θα γίνει ένα με τις πατούσες Της. Προσκύνα». Λέγοντας αυτά, μου κόλλησε το πρόσωπο στα σαρκώδη πέλματα της ώριμης Αλβανίδας. Εγώ ήμουν σαστισμένος. Απλώς εκτελούσα τις εντολές της, χωρίς να βγάζω μιλιά.
«Περίμενε» μου φώναξε ξανά και με τράβηξε από τα μαλλιά πίσω. Τότε έσκυψε πάνω από τα πόδια της μητέρας της και τα έφτυσε 2- 3 φορές.
«Τώρα γλείφε κόπανε.» με πρόσταξε ξανά, και μου κόλλησε πάλι το πρόσωπο στις ώριμες, και υγρές από τα σάλια της νεαρής, πατούσες της Μαρτέλλας. Χωρίς να το σκεφτώ, ωσάν άβουλο έρμαιο στις ορέξεις των 2 αλλοδαπών γυναικών, έβγαλα τη γλώσσα και ξεκίνησα να γλείφω με πάθος τις πατούσες της Μάνας, που είχαν πάνω τους τις φτυσιές της Κόρης. Έγλειφα με πάθος. Σαν να έκανα γλειφομούνι στη γυναίκα που αγαπώ! Η πρώην μου η Μαίρη, μια γυναίκα που κάποτε είχα ερωτευθεί παράφορα, απολάμβανε συχνά- πυκνά τις περιποιήσεις μου στην περιοχή του αιδοίου της. Ήμουν καλός με τη γλώσσα… Όχι πως με την ψωλή υστερούσα βέβαια. Με διέκρινε το πάθος και το ολοκληρωτικό δόσιμο σε κάθε σεξουαλική μου περίπτυξη. Έγλειφα, έγλειφα και σκεφτόμουν… Που οδηγούσε όλο αυτό? Πως θα κατέληγε αυτή η ιστορία της άνευ όρων υποταγής??
«Έτσι μπράβο σκυλάκι, γλείφε καλά τις πατούσες της Κυρίας σου» μου απηύθυνε το λόγο η Αρχιαφέντρα Μαρτέλλα. Στο άκουσμα της φωνής της ενέτεινα το γλείψιμο. Έγλειφα σας τρελός. Ήθελα να την εντυπωσιάσω με τη δουλοπρέπειά μου. Όση ώρα λάτρευα με ευλάβεια τα πόδια της Αρχιαφέντρας, η Ιλόνα μου πίεζε το κεφάλι προς τις πατούσες της μάνας της, με έβριζε, με έφτυνε και με σφαλιάριζε στο σβέρκο και τα μάγουλα.
Μετά από αρκετή ώρα αδιάλειπτης ποδολατρείας στη μητέρα της, η Ιλόνα μου απελευθέρωσε το κεφάλι και σωριάστηκε νωχελικά στον καναπέ, δίπλα στην ώριμη αφέντρα μου. Αμέσως με διέταξε ξερά: «Κάνε μου μασάζ τις πατούσες».
«Μ- μάλιστα αφέντρα Ιλόνα» απάντησα πειθήνια εγώ και μπουσούλησα προς το μέρος της. Έπιασα με προσοχή τις αλαβάστρινες, γυμνασμένες γάμπες της και της θώπευσα.
«Φίλα τις πατούσες μου» με διέταξε ξανά, φέρνοντας στο ύψος του προσώπου μου τα σκονισμένα της πέλματα. Αμέσως τα φίλησα με πάθος, και χρησιμοποιώντας τη γλώσσα μου άρχισα να απομακρύνω τη σκόνη…
Ταυτόχρονα, Μάνα και κόρη με λοιδωρούσαν και με ταπείνωναν!
«Χχαχαχαχαχαχα κοίτα μανούλα πόσο ξεφτίλας είναι ο μαλάκας μας! Μου καθαρίζει τις βρωμιές από την πατούσα χωρίς να χρειαστεί να τον διατάξω!»
«Έτσι κόρη μου… Σκλαβάκι σωστό τον έκανες! Καυλώνει ο μαλάκας, δες το φούσκωμα στο παντελόνι του…» απάντησε η Μαρτέλλα δείχνοντας περιπαικτικά το εργαλείο μου που ήδη ασφυκτιούσε και «σάλιωνε» το εσώρουχο.
«Καυλώνεις κόπανε?» με ρώτησε φωναχτά η Ιλόνα, έσκυψε προς το μέρος μου και με έφτυσε ξανά στο πρόσωπο.
«Άνοιξε το στοματάκι!» μου είπε με μια επιτηδευμένη τρυφερότητα. Το έπραξα υπάκουα. Την αμέσως επόμενη στιγμή η χλέπα της προσγειώθηκε στο λαρύγγι μου.
«Κατάπιε τα σάλια μου μαλάκα» μου ζήτησε απλά, σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου! Φυσικά υπάκουσα. Κατάπια το σάλιο της ηχηρά. Όπως ο διψασμένος περιηγητής της ερήμου που πίνει άπληστα από τον νερόλακκο της οάσεως, θέτοντας σε πλήρη λειτουργία τους καταπιώνες του λαιμού του, ρουφώντας το ύδωρ στον οισοφάγο και το στομάχι του…
Μετά από μερικά λεπτά εξευτελισμού, η Αρχιαφέντρα Μαρτέλλα με διέταξε να τους ψήσω καφέ. ‘Εκανα να σηκωθώ υπάκουα.
«Που πας έτσι? Βγάλε τα ρούχα σου να μας διασκεδάσεις!» με προσέταξε ξανά η Μαρτέλλα. «Γυμνός θα μας υπηρετείς εδώ μέσα σκλάβε!»
«Να τα βγάλω… ο - όλα αφέντρα??» τη ρώτησα εγώ διστακτικά. Μπροστά στην έκφυλη κωλομπαρού κόρη της είχα γδυθεί πολλές φορές. Μπροστά Στην ίδια όμως, μια γυναίκα τόσο μεγαλύτερή μου, ντρεπόμουν να τσιτσιδωθώ.
«Όλα βλάκα. Τι δεν καταλαβαίνεις? Σε πιάσανε οι ντροπές? Δεν ντράπηκες να γλείφεις πατούσες και σάλια, και να παίρνεις τα χύσια σου στη μάπα σου, και τώρα διστάζεις να βγάλεις το τσουτσουνάκι σου να το δω και εγώ?» Η επιθυμία της ήταν ξεκάθαρη. Συμμορφώθηκα χωρίς αντίρρηση. Τα πέταξα όλα. Και στάθηκα ολόγυμνος μπροστά τους. Βαριανασαίνοντας. Με το βλέμμα χαμηλωμένο στα πόδια τους. Και τον πούτσο μου μισοσηκωμένο. Σε κατάσταση ετοιμότητας….