Ήταν Παρασκευή, μέσα Ιουνίου. Το καλοκαίρι τυπικά βρισκόταν στις αρχές του, όμως ο καιρός είχε ζεστάνει για τα καλά και ο πρώτος σοβαρός καύσωνας της σεζόν ήταν γεγονός. Περασμένες οκτώ το βράδυ και η ζέστη στο λιμάνι του Πειραιά ήταν ακόμα αφόρητη. Οι πυρωμένες επιφάνειες της καταθλιπτικής τσιμεντούπολης ξερνούσαν κυριολεκτικά φλόγες σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ανακουφιστούν από τον καυτό αττικό ήλιο που τις έψηνε για ώρες ατελείωτες. Σαν να μην έφτανε η ζέστη από μόνη της, ήταν κι αυτή η ψόφια μπουκαδούρα του Σαρωνικού που έφερνε την υγρασία από το πέλαγο κι έκανε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο αποπνικτική.
Τον Μανώλη όμως δεν τον ένοιαζε τίποτα από όλα αυτά. Λίγες ώρες νωρίτερα είχε αφήσει για πάντα πίσω του τα σχολικά θρανία, δίνοντας το τελευταίο μάθημα των Πανελλαδικών στο οποίο και αρίστευσε. Τώρα περπατούσε κάθιδρος αλλά και γεμάτος λαχτάρα πλάι στην προβλήτα, με τα μάτια καρφωμένα στη Δύση. Εκεί που βρισκόταν η Πύλη Ε3 και δέσποζαν τα κρητικά βαπόρια. Εκείνα παρατεταγμένα στη σειρά, με τις μηχανές τους αναμμένες και τα φουγάρα να καπνίζουν, ετοιμάζονταν για ακόμα ένα βραδινό δρομολόγιο προς τη μεγαλόνησο. Ανάμεσά τους το επιβατηγό ΚΡΗΤΗ Ι. Δεν ήταν ούτε το μεγαλύτερο, ούτε το γρηγορότερο και σίγουρα όχι το πιο πολυτελές πλοίο στη γραμμή. Παρόλα αυτά, εδώ και δύο δεκαετίες όργωνε το Αιγαίο σχεδόν καθημερινά, και όσο υστερούσε σε ανέσεις και ταχύτητα, υπερτερούσε στο λεγόμενο value for money έχοντας συγκριτικά το πιο οικονομικό εισιτήριο. Για τον Μανώλη που κάθε καλοκαίρι εδώ και μερικά χρόνια κατέβαινε μόνος στο χωριό του στην Κρήτη, ήταν πάντα η πρώτη του επιλογή. Άλλωστε και το τελευταίο ευρώ που θα γλύτωνε από τις οικονομίες του, ήταν πολύτιμο για να περάσει τρεις ολόκληρους μήνες μακριά από την οικογένεια της μητέρας του στην Αθήνα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Μανώλης ήταν πάντα ένα πολύ ιδιαίτερο παιδί. Χαρισματικός στα όρια της ιδιοφυΐας, αλλά από κάθε άλλη άποψη προβληματικός. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση όμορφος. Ασθενικός και μικροκαμωμένος απ' τη φύση του, με τη σωματική του διάπλαση να ταιριάζει περισσότερο σε κορίτσι της ηλικίας του παρά σε έναν 18χρονο άντρα. Το πρόσωπό του ήταν δύσμορφο και στιγματισμένο από τη βαριά ακμή της εφηβείας. Ίσως το μόνο που ξεχώριζε πάνω του και σε έκανε να τον ξανακοιτάξεις έστω από περιέργεια, ήταν το βλέμμα του. Βαθύ, σκοτεινό και απόμακρο. Πρακτικά απροσπέλαστο. Η εξωτερική εμφάνιση ήταν όμως το λιγότερο. Σαν χαρακτήρας ο Μανώλης ήταν κλειστός, αντικοινωνικός και υπερβολικά εύθικτος. Δεν είχε ούτε έναν φίλο στην κυριολεξία και τα τελευταία χρόνια είχε αποξενωθεί ακόμα και από την οικογένειά του, την μητέρα του δηλαδή και τα θετά του αδέρφια. Ο μόνος άνθρωπος του οποίου την παρουσία ανεχόταν ήταν η γιαγιά του που ζούσε ολομόναχη σε ένα απομονωμένο σπίτι στο οροπεδίου του Ομαλού. Όμως αυτός ακριβώς ήταν και ο προορισμός του. Γιατί εκεί ο Μανώλης κάθε καλοκαίρι αφοσιωνόταν στο μεγάλο του πάθος: την αστροπαρατήρηση. Και ο ξάστερος κρητικός ουρανός ήταν η πύλη για τον μοναδικό κόσμο που ένιωθε σαν δικό του. Τ' αστέρια.
Μόλις το πόδι του πάτησε πάνω στο σίδερο της μπουκαπόρτας του πλοίου, ένιωσε να φεύγει ένα μεγάλο βάρος από πάνω του. Το βάρος μιας δύσκολης εφηβείας γεμάτης απογοήτευση, μοναξιά και πλήθος τοξικών αναμνήσεων. Οι δεινές εμπειρίες από το σχολικό περιβάλλον είχαν ίσως το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τον σακατεμένο συναισθηματικό κόσμο του 18χρονου Μανώλη. Ας εστιάσουμε όμως στην πλέον καθοριστική από αυτές τις εμπειρίες.
Δύο καλοκαίρια νωρίτερα και λίγες μόνο βδομάδες πριν ανοίξουν τα σχολεία, ο Μανώλης έκανε μια συγκλονιστική ανακάλυψη για τα δεδομένα της ηλικίας του. Μία από τις αμέτρητες εκείνες νύχτες που σάρωνε τον ουρανό με το τηλεσκόπιό του, παρατήρησε μία αχνή φωτεινή κουκίδα που αμέσως του τράβηξε την προσοχή. Συμβουλεύτηκε τις σημειώσεις και τους χάρτες του και δεν βρήκε καταγεγραμμένο κανένα ουράνιο σώμα με αυτά τα χαρακτηριστικά στη συγκεκριμένη περιοχή. Κατέγραψε τις συντεταγμένες και την ακριβή ώρα και έστειλε αμέσως email στο Εθνικό Αστεροσκοπείο. Εκείνο με τη σειρά του, αφού επιβεβαίωσε την παρατήρηση του Μανώλη, κοινοποίησε σε όλη τη διεθνή αστρονομική κοινότητα το εύρημα και λίγες μέρες αργότερα τα μεγαλύτερα τηλεσκόπια του πλανήτη στόχευαν στο ίδιο σημείο του ουρανού. Μία βδομάδα μετά την ανακάλυψη του Μανώλη η NASA ανακοίνωσε την ύπαρξη ενός αστεροειδή διαμέτρου 20 χλμ που θα περνούσε σε μικρή αλλά ασφαλή απόσταση από τη Γη μερικές εβδομάδες αργότερα.
Τα ΜΜΕ κυριολεκτικά οργίασαν. Η είδηση δεν ήταν τόσο η ίδια η ανακάλυψη όσο το γεγονός ότι την έκανε ένας 16χρονος μαθητής με ερασιτεχνικό εξοπλισμό. Για μέρες ολόκληρες ο Μανώλης ήταν στην πρώτη γραμμή των ειδήσεων κι έτσι όλη η Ελλάδα έμαθε για το παιδί – θαύμα που πρόλαβε ακόμα και τα τηλεσκόπια της NASA στην ανακάλυψη του αστεροειδούς. Στο σχολείο τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα. Οι καθηγητές τον συνεχάρησαν ένας προς ένας, τα αγόρια τον παρακαλούσαν να μπει στις παρέες τους και τα κορίτσια τον κοιτούσαν με δέος, χαμογελώντας του αμήχανα. Μέχρι τότε ο Μανώλης ήταν απλά ένα αδιάφορο φυτό στα μάτια των συμμαθητών του και η αλήθεια είναι ότι λαχταρούσε όσο τίποτα να αποκτήσει φίλους, παρέες, γιατί όχι και κάποιο κορίτσι. Αυτή ήταν η ευκαιρία που περίμενε και την άρπαξε. Όμως η χαρά του δεν κράτησε για πολύ. Ανάμεσα στα κορίτσια που τον γλυκοκοιτούσαν ήταν και η Ελίνα. Ήταν συνομήλικη με το Μανώλη και με διαφορά το ομορφότερο κορίτσι σε όλο το Λύκειο. Μελαχρινή, με σγουρά μαύρα μαλλιά, υπέροχο πρόσωπο, σώμα καλλίγραμμο και ιδιαίτερα ανεπτυγμένο για την ηλικία της. Αυτό που όμως την ξεχώριζε ήταν η αυτοπεποίθηση και η σιγουριά που ακτινοβολούσε γύρω της. Η Ελίνα αν και μέτρια μαθήτρια ήταν ξύπνιο κορίτσι, μαγκάκι και πάνω απ' όλα ήξερε να χειρίζεται τα αγόρια και να διαψεύδει τις προσδοκίες τους. Γι' αυτό κι εκείνα τη λάτρευαν αλλά και τη μισούσαν ταυτόχρονα. Έλεγαν πολλά πίσω από την πλάτη της αλλά όταν εκείνη περπατούσε δίπλα στις αγοροπαρέες οι ομιλίες σταματούσαν και τα βλέμματα χαμήλωναν. Εκείνη είχε ήδη αρκετές εμπειρίες από εξωσχολικές σχέσεις αλλά με συμμαθητή της δεν είχε κάνει ποτέ τίποτα. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είχε ρίξει χυλόπιτα στο μισό τουλάχιστον σχολείο. Όπως καταλαβαίνετε είχε φτάσει και η σειρά του Μανώλη...
Άρχισαν να ανταλλάζουν μηνύματα. Εκείνος άμαθος, εκείνη εξπέρ. Της πήρε μόλις λίγες ημέρες για να τον ξεμυαλίσει, χωρίς μάλιστα να χρειαστεί να υπονοήσει ότι είχε το παραμικρό ενδιαφέρον για εκείνον. Ένα βράδυ μέσα στη δίνη του ενθουσιασμού του, ο Μανώλης της εξομολογήθηκε τον έρωτά του. Παιδιάστικα, άγαρμπα και χωρίς καμία ελπίδα να του ανταποκριθεί. Φυσικά και τον απέρριψε. Ο Μανώλης πληγώθηκε αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που ακολούθησε. Η Ελίνα για να καυχηθεί στις φίλες της, έστειλε σε μερικές τα απεγνωσμένα μηνύματα του Μανώλη, εκείνες με τη σειρά τους σε άλλες φίλες τους και κάπως έτσι όλο το σχολείο πήρε στα χέρια του την εξευτελιστική συνομιλία. Το επόμενο πρωινό ξεκίνησε ο εφιάλτης. Όλοι έδειχναν το Μανώλη με το δάχτυλο και γελούσαν μέσα στα μούτρα του. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος η πλάκα θα τελείωνε μέσα σε μία ημέρα, όμως κακά τα ψέματα το Μανώλη τον είχαν όλοι άχτι. Πίσω από τα συχαρίκια και τα χαμόγελα των προηγούμενων ημερών υπέβοσκε ο φθόνος. Για το επίτευγμά του, για τη δόξα που απέκτησε από τη μια στιγμή στην άλλη και κυρίως για εκείνο το χαρισματικό μυαλό του που κανείς δεν μπορούσε πια να αμφισβητήσει. Βλέποντάς τον να ταπεινώνεται και να γελοιοποιείται για τα μάτια της Ελίνας πήραν όλοι κατά κάποιο τρόπο την εκδίκησή τους.
Ο Μανώλης επέστρεψε στο σχολείο μετά από βδομάδες ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Απόμακρος όσο ποτέ και εντελώς νεκρός από συναισθήματα. Δεν ξαναμίλησε και δεν χαμογέλασε ποτέ σε κανέναν. Στα διαλλείματα έμενε μόνος στην τάξη και στα μαθήματα συμμετείχε μόνο για να κάνει επίδειξη της νοητικής υπεροχής του. Όμως όσο κι αν έδειχνε πειθαρχημένος και απρόσβλητος με αυτή τη συμπεριφορά, η καρδιά του είχε τα δικά της θέλω. Ήταν βλέπετε εκείνες οι νύχτες που η Ελίνα τον επισκεπτόταν στον ύπνο του. Του χαμογελούσε ειρωνικά, τον χλεύαζε κι εκείνος ερεθιζόταν. Υπήρχε όμως και κάτι ακόμα... Ο Μανώλης είχε ένα σκοτεινό και ανομολόγητο πάθος που εκδηλωνόταν μόνο στα όνειρα με την Ελίνα. Εκείνη έφερνε τα πόδια της επάνω του και αυτός τα περιεργαζόταν. Άλλοτε τα μύριζε και τα έγλειφε, άλλοτε τα φιλούσε τρυφερά και καμία φορά τα άφηνε να τρυπώνουν μέσα στο εσώρουχό του. Τότε ξυπνούσε αναστατωμένος, πήγαινε κατευθείαν στο μπάνιο να πετάξει τα μουσκεμένα του εσώρουχα στα άπλυτα και έριχνε κρύο νερό στο πρόσωπο για να συνέλθει. Έπειτα ξάπλωνε σα να μην έτρεχε τίποτα και απωθούσε όλες αυτές τις σκέψεις μακριά του.
Έτσι πέρασαν δύο ολόκληρα χρόνια. Πλέον όμως, όλα αυτά φάνταζαν τόσο μακρινά στο Μανώλη που ένιωθε πως η ζωή του τώρα πραγματικά ξεκινούσε. Έφτασε στο κατάστρωμα του πλοίου και βολεύτηκε σε ένα τραπεζάκι. Άφησε το σακ βουαγιάζ στη διπλανή καρέκλα και ξεκίνησε να διαβάζει μία επιστημονική δημοσίευση πάνω στο αντικείμενο της σχετικιστικής φυσικής. Απορροφήθηκε στη μελέτη και ούτε που κατάλαβε για πότε γέμισε το κατάστρωμα με κόσμο. Μόλις η κόρνα του πλοίου σήμανε την αναχώρηση από το λιμάνι του Πειραιά, ο Μανώλης σήκωσε ενστικτωδώς το βλέμμα του που όμως δεν πρόλαβε να περιπλανηθεί στο χώρο. Διαπίστωσε με μεγάλη ταραχή ότι για να παγώσει ο χρόνος δεν χρειαζόταν ούτε να ταξιδέψει με την ταχύτητα του φωτός, ούτε να παγιδευτεί στο πανίσχυρο βαρυτικό πεδίο μιας μαύρης τρύπας. Ένα βλέμμα καρφωμένο πάνω του από το απέναντι τραπέζι έφτανε και περίσσευε για να το καταφέρει. Ήταν το βλέμμα της Ελίνας.