Στη διαδρομή για τα τραπέζια του καταστρώματος όλα τα αντρικά βλέμματα έπεφταν πάνω της. Άλλα διστακτικά και διακριτικά, άλλα λαίμαργα και επίμονα. Η Ελίνα περπατούσε γεμάτη αυτοπεποίθηση και μ' ένα ιδιαίτερα προκλητικό κούνημα των γοφών της που στόχο είχαι να προκαλέσει τον Μανώλη. Εκείνος ακολουθούσε μόλις λίγα βήματα πίσω της όμως δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα απ' όλα αυτά. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στα πόδια της, από τις γάμπες και κάτω. Χάζευε τις φτέρνες και τις πατούσες της καθώς κολλούσαν και ξεκολλούσαν από τον πάτο της σαγιονάρας σε κάθε της βήμα. Ήταν τόσο απορροφημένος από το θέαμα που δεν κατάλαβε για πότε έφτασαν στο τραπέζι και μόλις η Ελίνα σταμάτησε, λίγο έλειψε να γκρεμιστεί επάνω της. Οι δύο νεαρές κοπέλες που κάθονταν στο τραπέζι κοιτούσαν την ξαδέρφη τους και το παράξενο δύσμορφο αγόρι που τη συνόδευε απορημένες. Για να διαλύσει την αμηχανία, η Ελίνα ξεκίνησε αμέσως με τις συστάσεις με έναν μάλλον επιθετικό τρόπο.
Ε: "Από δω οι ξαδέρφες μου, η Ρία και η Βίκυ. Έχουν σπίτι στα Χανιά και θα μείνουμε εκεί δέκα μέρες. Κορίτσια αυτός είναι ο Μανώλης. Φίλος και συμμαθητής από το σχολείο και μάλλον ο πιο έξυπνος άνθρωπος που έχετε γνωρίσει στη ζωή σας! Γι' αυτό μαζευτείτε και μην αρχίσετε τις κοτσάνες!!!"
Κατακόκκινος από το απρόσμενο κοπλιμέντο, ο Μανώλης πήρε θέση ακριβώς δίπλα στην Ελίνα που χαμογελούσε ειρωνικά στις ξαδέρφες της. Εκείνες συνηθισμένες από τα πειράγματά της δεν έδωσαν συνέχεια και καλωσόρισαν το καινούργιο μέλος στην παρέα. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στις καλοκαιρινές διακοπές και κυρίως στα σχέδια που ετοίμαζαν τα κορίτσια για το επόμενο δεκαήμερο στα Χανιά. Ο Μανώλης παρότι δε συμμετείχε ενεργά στην κουβέντα, δεν δυσκολεύτηκε να καταλάβει ποια ήταν η αρχηγός της κοριτσοπαρέας. Ό, τι διαφωνία και να υπήρχε για τις παραλίες που θα πήγαιναν ή για τα κλαμπάκια που θα χόρευαν, στο τέλος περνούσε πάντα αυτό που είχε προτείνει η Ελίνα. Είτε με παρακάλια, είτε με μούτρα, είτε με φωνές. Βλέπετε η Ελίνα ήξερε να παίρνει αυτό που ήθελε από τους πάντες, όχι μόνο από τα αγόρια. Εκτός όμως από το πρόγραμμα των διακοπών στα Χανιά, η Ελίνα είχε και την έγνοια του Μανώλη και δεν άντεχε άλλο να τον βλέπει αμέτοχο στην παρέα, λες και ήταν γλάστρα.
Ε: "Ας κάνουμε και κάτι άλλο να περάσει η ώρα... Γιατί δεν παίζουμε κανένα χαρτάκι τώρα που είμαστε τέσσερις στο τραπέζι;"
Τα κορίτσια συμφώνησαν, όμως ο Μανώλης έδειξε να αιφνιδιάζεται. Δεν είχε ξαναπαίξει χαρτιά ποτέ στη ζωή του. Βέβαια του πήρε λιγότερο από μισό λεπτό για να καταλάβει τους κανόνες και μάλιστα η ικανότητά του να απομνημονεύει τις κάρτες που πέρασαν και να υπολογίζει τις πιθανότητες για τις κάρτες που απέμεναν, τον έκανε ασυναγώνιστο. Ο Μανώλης κέρδισε όλους τους γύρους με χαρακτηριστική άνεση. Η Ελίνα παρότι βρισκόταν στη μεριά των χαμένων, μπορούσε να τον χαζεύει όλο το βράδυ να κάνει σκόνη τα συμβατικά IQ που τον ανταγωνίζονταν, μαζί και το δικό της. Γι' αυτό τον θαύμαζε άλλωστε. Έπαιξαν όλους κι όλους πεντέξι γύρους μέχρι που μία από τις ξαδέρφες της Ελίνας πέταξε τα χαρτιά στο τραπέζι απηυδισμένη, εγκαταλείποντας το παιχνίδι.
Η ώρα ήταν περασμένη. Το κατάστρωμα είχε σχεδόν αδειάσει από κόσμο και οι λιγοστοί ταξιδιώτες που είχαν απομείνει βολεύονταν όπως μπορούσαν στις καρέκλες τους για να κοιμηθούν. Η Ρία και η Βίκυ μόλις το παιχνίδι τελείωσε, έγειραν στις θέσεις τους και αποκοιμήθηκαν κι αυτές μέσα σε λίγα λεπτά. Μόνο ο Μανώλης και η Ελίνα ήταν ακόμα ξύπνιοι και συζητούσαν χαμηλόφωνα. Έλεγαν για ιστορίες από το σχολείο, κουτσομπολιά για τους καθηγητές, φάρσες από σχολικές εκδρομές και για ότι ακόμα μπορεί να είχαν κοινό αυτοί οι δύο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Αν και το περιεχόμενο της κουβέντας ήταν ξεκάθαρα φιλικό και ανάλαφρο, υπήρχε και κάτι παραπάνω στην ατμόσφαιρα που ένας έμπειρος παρατηρητής θα αντιλαμβανόταν με ευκολία από τη γλώσσα του σώματος και τα δήθεν αθώα γέλια και πειράγματα που αντάλλασαν μεταξύ τους. Κάποια στιγμή η Ελίνα κοίταξε κάπως διστακτικά τον Μανώλη και γύρισε προς το μέρος του. Ανέβασε τα πόδια της στην άκρη της καρέκλας του, έτσι που τα δάχτυλά της ίσα που ακουμπούσαν τον δεξί γοφό του Μανώλη.
Ε: "Σόρρυ ρε Μανώλη αλλά δε βολεύομαι καθόλου! Αν σε πειράζει πες μου να τα κατεβάσω"
Μ: "Κανένα πρόβλημα. Βολέψου όπως μπορείς και ξεκουράσου! "
Σαφώς ικανοποιημένη από την απάντηση, βρήκε μια ακόμα πιο βολική στάση και βύθισε απαλά τις πατούσες στο μπούτι του. Έπειτα, βάζοντας λίγη κόντρα με τα πόδια της επάνω του, έσυρε την καρέκλα της λίγο πιο πίσω, ίσα για να τεντωθεί κάπως καλύτερα. Ο Μανώλης χαλαρωμένος από το ευχάριστο κλίμα και την οικειότητα που είχε αναπτυχθεί ανάμεσά τους, προχώρησε σε μία κίνηση που θα γινόταν ο καταλύτης για την εξέλιξη της υπόλοιπης βραδιάς. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, άρχισε να περιεργάζεται με τα χέρια του τα δάχτυλα των ποδιών της Ελίνας. Πριν εκείνη προλάβει να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο, σήκωσε το ένα πόδι ψηλά και ξεκίνησε να το μαλάζει με αργές αλλά γεμάτες κινήσεις των χεριών του. Εκείνη τον κοίταξε με ένα έκπληκτο αλλά ταυτόχρονα και σκανταλιάρικο βλέμμα.
Ε: "Και μασάζ στα πόδια;;; Εντάξει είσαι θεός!!!"
Ο Μανώλης δεν απάντησε. Συνέχισε ακάθεκτος να τρίβει τα πόδια της Ελίνας και την άφησε να χαλαρώσει. Εκείνη έγειρε προς τα πίσω κι έκλεισε τα μάτια αφήνοντας έναν αναστεναγμό απόλαυσης να βγει από μέσα της. Το πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της άρχισε σταδιακά να μετατρέπεται σε ένα γαλήνιο μειδίαμα και όλα έδειχναν ότι μέσα σε λίγα λεπτά είχε αποκοιμηθεί. Μόλις εκείνος βεβαιώθηκε ότι κανένας γύρω του δεν ήταν ξύπνιος, έσκυψε φέρνοντας το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής από τα πόδια της και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Διάολε, ήταν πιο όμορφα κι απ' ότι τα 'βλεπε στον ύπνο του! Τόσο απαλά που φοβόταν μη λιώσουν στα χέρια του, τόσο συμμετρικά και καλοσχηματισμένα που θα μπορούσε να τα περιγράψει ακόμα και με μαθηματική σχέση και φυσικά σε τέτοιο βαθμό ακαταμάχητα που θα μπορούσε να τα φιλήσει στη μέση του δρόμου, αν εκείνη του το ζητούσε.
Πλέον τα είχε κάμποση ώρα στα χέρια του. Κάποια στιγμή ένιωσε κάτι να ξεκολλάει από τις ζάρες των πελμάτων της και η αλήθεια είναι πως παραξενεύτηκε γιατί τα πόδια της δεν έμοιαζαν να είναι σε καμία περίπτωση βρώμικα. Εξέτασε με προσοχή τα μικροσκοπικά γκρίζα κομματάκια που έδειχναν να έχουν κολλώδη υφή και κρυσταλλικό περιεχόμενο, όμως οπτικά δεν μπορούσε να βγάλει συμπέρασμα. Έτσι με μία διακριτική κίνηση έφερε ένα δείγμα στο στόμα του και μόλις το ακούμπησε στη γλώσσα, ένιωσε το γευστικό του σύμπαν να συγκλονίζεται. Δεν ήταν παρά η αρμύρα της ξύλινης κουπαστής που για ώρα η Ελίνα ακουμπούσε τις πατούσες της, ποτισμένη με τον ιδρώτα από τα πόδια της. Ο Μανώλης δεν είχε διανοηθεί ως τότε, ότι ένα τόσο δα κομματάκι βρωμιάς θα ήταν ικανό να τον πλημμυρίσει με τόσα συναισθήματα και να του ξυπνήσει τέτοια ζωώδη ένστικτα. Μέσα του τώρα έκαιγε ένα ηφαίστειο και τα ποτάμια της λάβας άρχισαν να στριμώχνονται κοντά στο σημείο της εξόδου. Το φούσκωμα που σχηματίστηκε κάτω από το φερμουάρ του παντελονιού του, τον έκανε να νιώσει αρκετά άβολα και η αλήθεια είναι ότι το μόνο που πλέον ήθελε ήταν να απεμπλακεί από αυτό το μαρτύριο το συντομότερο δυνατό. Αυτό όμως δεν ήταν γραφτό να συμβεί. Κατά σύμπτωση, η Ελίνα με μία ακούσια κίνηση κλώτσησε με το ελεύθερο πόδι της τον Μανώλη ακριβώς στο σημείο μηδέν. Μόλις χτυπήθηκε από τη φτέρνα της ένιωσε την έκρηξη να πλησιάζει. Έσπρωξε πανικόβλητος το πόδι της παραδίπλα, όμως λίγες μόλις στιγμές αργότερα εκείνο ξαναχτύπησε στο ίδιο σημείο. Προσπάθησε αρκετές φορές να το απομακρύνει αλλά πάντα εκείνο ξαναφώλιαζε στον καβάλο του. Μέσα στην ταραχή του δεν κατάλαβε ότι πλέον η Ελίνα είχε ξυπνήσει για τα καλά και το πόδι της μόνο κατά λάθος δεν έβρισκε στόχο. Το πρόσωπό της ήταν εντελώς ανέκφραστο, όμως τα μάτια της πετούσαν σπίθες και αν είχαν στόμα θα έλεγαν «Κάτσε εκεί που είσαι και μη βγάζεις άχνα!». Άρπαξε με τα μακριά της δάχτυλα τη σκληρή κρεατένια μάζα που ασφυκτιούσε κάτω από το τζιν του και ξεκίνησε να την παίζει με μαεστρία, λες και τα πόδια της ανταπέδιδαν την περιποίηση που είχαν λάβει προηγουμένως. Το σκηνικό κράτησε λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Κυριολεκτικά στο παρά ένα, ο Μανώλης πετάχτηκε όρθιος και ψελλίζοντας ένα ξερό συγγνώμη, έφυγε γρήγορα αφήνοντας πίσω του την Ελίνα σύξυλη με το πόδι της να χάσκει ακίνητο στον αέρα. Κατευθύνθηκε προς το πλάι του καταστρώματος ελπίζοντας πως ο αέρας με το σπρέι της θάλασσας θα μπορούσε να τον συνεφέρει κάπως από το σοκ. Μόλις όμως πέρασε δίπλα από τις αντρικές τουαλέτες κοντοστάθηκε. Η φύση πλέον είχε τον πρώτο λόγο και θα έκανε τα πάντα για να καλμάρει το άγριο ζώο που είχε ξυπνήσει μέσα του. Μπήκε μέσα και μία αποπνικτική μυρωδιά από ούρα και ακαθαρσίες έκανε το στομάχι του να συσπαστεί από αηδία. Υπό κανονικές συνθήκες ο Μανώλης χρησιμοποιούσε τις τουαλέτες του πλοίου αμέσως μόλις τα συνεργεία καθαρισμού ολοκλήρωναν την τακτική απολύμανση, όμως η ανάγκη του για ανακούφιση δεν έπαιρνε αναβολή. Πέρασε βιαστικά από τον προθάλαμο και άνοιξε την πρώτη ξεκλείδωτη πόρτα που βρήκε. Αντίκρισε μία λεκάνη πασαλειμμένη με σκατά και ένα πάτωμα που κόλλαγε από κάτουρα, όμως και πάλι δεν πτοήθηκε. Ξεκουμπώθηκε, έκλεισε τα μάτια και ξεκίνησε να μαλακίζεται άγρια. Έφερε στο μυαλό του το πρόσωπο της Ελίνας και ύστερα τα πόδια της. Πρώτα πάνω στο τραπέζι, έπειτα στην κουπαστή, στα μπούτια του, στα χέρια του και τέλος στον καβάλο του. Η αναπνοή του επιτάχυνε, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και τα γόνατά του άρχισαν να λύνονται. Ήταν η πρώτη φορά που ο Μανώλης τραβούσε μαλακία στον ξύπνιο του και ήταν παντελώς απροετοίμαστος για τα σωματικά συμπτώματα και την αίσθηση του οργασμού. Από τον φόβο του μην καταρρεύσει στο λερό πάτωμα της τουαλέτας, άπλωσε τα χέρια του στα πλαϊνά χωρίσματα για να στηριχτεί, αφήνοντας έτσι το μόριο του ακυβέρνητο να ραντίζει με σπέρμα κάθε πιθανή επιφάνεια της τουαλέτας. Μόλις ένιωσε να ανακτά δυνάμεις, πήρε τα χέρια του από τους τοίχους και κούμπωσε το παντελόνι του όπως όπως. Βγήκε στον προθάλαμο και άρχισε να ρίχνει κρύο νερό στο πρόσωπο για να συνέλθει. Κοιτώντας στον μικροσκοπικό καθρέφτη του νιπτήρα το αγριεμένο του είδωλο, συνειδητοποίησε ότι μπροστά του είχε να δώσει μία μεγάλη μάχη. Να αντιμετωπίσει την Ελίνα. Ευχήθηκε να την είχε πάρει ο ύπνος και να μη θυμόταν τίποτα απ' όλα όσα είχαν προηγηθεί. Όμως αυτό δεν ήταν το πιθανότερο σενάριο και το ήξερε πολύ καλά. Έτσι σκέφτηκε απλά να την βγάλει τρελή. Άλλωστε μόνο οι δυο τους ήταν ξύπνιοι εκείνη την ώρα, συνεπώς η όποια διένεξη θα ήταν ήταν ο λόγος της εναντίον του δικού του. «Αυτό θα κάνω!» σκέφτηκε. «Αν στην τελική επιμείνει, θα πάρω τα πράγματά μου από το τραπέζι και θα πάω να κάτσω μόνος στο σαλόνι». Πρόβαρε τα λόγια του μια τελευταία φορά και βγήκε στο κατάστρωμα.
Η Ελίνα όχι μόνο δεν κοιμόταν, αλλά είχε το βλέμμα της καρφωμένο στην πόρτα της τουαλέτας περιμένοντας τον να βγει. Μόλις τον είδε του χαμογέλασε πονηρά, δίνοντάς του να καταλάβει ότι τα μυστικά του είχαν φανερωθεί πια. Τον άφησε να πλησιάσει αρκετά, σε απόσταση που θα μπορούσε να του μιλήσει χαμηλόφωνα κι εκείνος να την ακούσει.
Ε: "Ήταν ανάγκη να πας και να τον παίξεις μωρέ; Λίγο ακόμα και θα σε τελείωνα με το ποδαράκι μου!"
Μ: "Δεν ξέρεις τι λες... Καλά τι έβλεπες στον ύπνο σου;"
Ε: "Έλα άστα αυτά! Θέλω να σε ακούσω να μου το λες. Τον έπαιξες για μένα;;;"
Μ: "Σταμάτα τις χαζομάρες σε παρακαλώ..."
Ε: "Κοίτα το παπούτσι σου ρε βλάκα!!!"
Ο Μανώλης χαμήλωσε το βλέμμα και με αυτό που αντίκρισε έμεινε στήλη άλατος. Ήταν η αδιάσειστη απόδειξη των πράξεών του και ότι κι αν έλεγε, όσο κι αν επέμενε, δε θα μπορούσε να την ανατρέψει με κανένα λογικό επιχείρημα. Η τεράστια λευκή στάμπα από σπέρμα που έστεκε πάνω στη μύτη του παπουτσιού του τον έκανε να καταπιεί τα λόγια του και να κυριευτεί από ένα συναίσθημα ακραίας ντροπής. Η Ελίνα έσκασε στα γέλια. Δυνατά, υστερικά, λες και προσπαθούσε να σηκώσει όλο το βαπόρι στο πόδι. Ο Μανώλης άρχισε να απομακρύνεται ενστικτωδώς με πίσω βήματα και κάπως έτσι μπουρδουκλώθηκε σε μία καρέκλα κι έπεσε κάτω, παίρνοντας σβάρνα δυο τρεις καρέκλες ακόμα κι ένα τραπέζι. Από τη φασαρία μερικοί αγουροξυπνημένοι ταξιδιώτες άρχισαν να βρίζουν και να βλαστημούν την τύχη τους ενώ η Ελίνα πλέον δεν αρκούταν στα γέλια αλλά είχε αρχίσει να βαράει και παλαμάκια με τα χέρια της. Μόλις σηκώθηκε από το πάτωμα άρχισε να τρέχει με όσο κουράγιο του είχε απομείνει για να εξαφανιστεί από μπροστά της. Εκείνη σταμάτησε να γελάει και άρχισε να τον φωνάζει μετανιωμένη, όμως ο Μανώλης δεν άκουγε τίποτα. Το μόνο που ήθελε ήταν να εξαφανιστεί απ' όλους κι απ' όλα, να ανοίξει η θάλασσα στα δύο και να τον καταπιεί αν ήταν δυνατό. Πηδώντας τα σκαλιά δύο δύο, βρέθηκε στο ψηλότερο κατάστρωμα, στο τελευταίο ντεκ του πλοίου. Εκεί λούφαξε στην πιο σκοτεινή γωνιά και άρχισε να σκέφτεται πως αν χρειάστηκαν δυο χρόνια για να χωνέψει τη χυλόπιτα της Ελίνας, τώρα δε θα του έφταναν ούτε δύο αιώνες για να ξεπεράσει τέτοια ξεφτίλα. Όμως μέσα στη φούρια του και στην απέλπιδα προσπάθεια να αποδράσει από την Ελίνα, δεν είχε καταλάβει πως τόση ώρα εκείνη έτρεχε ξωπίσω του φορτωμένη με τη τσάντα και τα μπαγκάζια του. Τελικά, αυτό που για καλή του τύχη κατάφερε, ήταν να βρεθεί απομονωμένος στο πιο δυσπρόσιτο και έρημο σημείο του καραβιού, παρέα με το κορίτσι των ονείρων του.
Έτσι, έμειναν οι δυο τους. Μεσοπέλαγα.
Κάτω από το φως των αστεριών.