Θελήματα, μέρος 4ο
Σηκώθηκε, φόρεσε την κιλότα της και το σορτσάκι της κι έφυγε, αφήνοντάς με γονατιστό. Τράβηξα το καζανάκι κι έπιασα να τρίβω την λεκάνη με το πιγκαλ και με χλωρίνη. Ύστερα έβαλα αρωματικό λεκάνης και γύρισα στο μικρό γραφειάκι της Μαρκέλας. Χτύπησα την πόρτα κι άκουσα το μακρόσυρτο «Τσακίσου έλααα».
Μέσα ήταν η Κυρία Μαρκέλα και η Κυρία Άννα με την μπαργούμαν, αλλά και μια άλλη κοπέλα, 25 χρόνων περίπου, πολύ αδύνατη σχεδόν σκελετωμένη, που φορούσε μόνο ένα φανελάκι και μια κοντή φούστα και ήταν ξυπόλητη. Στα μάγουλά της και στα χείλια της που ήταν πρησμένα, είχε περασμένες παραμάνες. Τα πόδια της ήταν γεμάτα από σημάδια από μαστίγιο. Είχε τα χέρια της σταυρωμένα πίσω από την πλάτη, στην slave position, και κοιτούσε το πάτωμα.
Απ ότι έμαθα αργότερα, η μπαργουμαν –Αλβανίδα κι αυτή- ήταν μια σκληρή λεσβία, που τις άρεσε να δέρνει κοριτσάκια. Ήταν 45 χρόνων και αυτή την περίοδο τα είχε με μια φοιτήτρια, την κοπάλε που γνώρισα εκεί, την οποία κρατούσε όλη μέρα σχεδόν νηστική γιατί τις άρεσαν οι σκελετωμένες γυναίκες. Είχα ακούσει ακόμα ότι τις άρεσε να τρυπάει τις σάρκες με παραμάνες, ένα παλιό φετίχ που είχε μάθει στην Γαλλία, όταν είχε πάει κάποτε διακοπές και μυηθηκε στον σαδομαχισμό.
Οι δύο αφέντρες και η μπαργούμαν κάτι έλεγαν και γελούσαν. Όταν μπήκα η μπαργουμαν με κοίταξε με ένα ειρωνικό χαμόγελο: «καθάρισες καλά, μαλάκα. Μην έρθω και τα βρω χάλια θα τα γλείψεις…».
«Τα έχω καθαρίσει καλά, Κυρία»,είπα και χαμήλωσα το κεφάλι.
«Στάσου πλάι στην Φιόνα και κατέβασε την κιλότα μέχρι τα γόνατα», μου είπε η Κυρία Μαρκέλα. Υπάκουσα και πλησίασα την κοπέλα, κατεβάζοντας την κιλότα μέχρι τα γόνατα. Ήταν η πιο εξευτελιστική στάση.
«Κι εσύ, πιάσε την φούστα σου και σήκωσε την», είπε στην κοπέλα που τσακίστηκε να κάνει ότι της ζήτησαν. Τότε αποκαλύφτηκε μια σειρά από παραμάνες που ήταν περασμένες στο μουνί της δούλας και κροτάλιζαν.
«Κοίτα τους ταιριαστοί δεν είναι;»,είπε χαχανίζοντας η μπαργούμαν. «μήπως να τους παντρέψουμε, όπως στο Salo’;». έσκασαν στα γέλια και οι τρεις.
«Ωραία ιδέα! Νομίζω ότι πρέπει να το κάνουμε. Και μετά να τον βάλουμε να την πηδήξει… Πρώτη νύχτα γάμου και θα βγάλει το σεντόνι στο μπαλκόνι…».
«Μπα την έχουν ήδη ξεπαρθενιάσει από παντού. Μουνί, κόλο, στόμα, όλα τα έχει δώσει το μανάρι μου», είπε η μπαργούμαν. «Έτσι δεν είναι κούκλα μου».
«Μάλιστα Κυρία», είπε η δούλα. Η μπαργούμαν την πλησίασε κι έβαλε το χέρι της στο μουνί της δούλας. Άρχισε να παίζει με την κειτορίδα της και να την τραβάει με δύναμη. Η κοπέλα βόγγηξε και η σκληρή λεσβία την χαστούκισε: «σκάσε, σου έχω πει δεν μου αρέσουν οι φωνές».
Οι δύο αφέντρες παρακολουθούσαν χωρίς να μιλούν. Η μπαργουμαν με το ένα έτριβε την κλειτορίδα της δούλας της που έκλαιγε με βουβούς λυγμους από τον πόνο και με το άλλο έστριβε τις ρώγες της. «Κορίτσια ξέρετε τι έγινε χτες; Γύρισα ξαφνικά σπίτι και την βρήκα να κάθεται στον καναπέ. Οι μισές δουλειές δεν είχαν γίνει κι αυτή καθόταν. Δεν την τιμώρησα, αλλά το βράδυ θα την δώσω να την γαμίσει ο Μαρκ. Ξέρεις, βρωμιάρα, ποιος είναι ο Μαρκ; Ο μπράβος της Μαρκέλας, ένα τέρας. Θα στηθείς στα τέσσερα και θα κάτσεις να σε σκίσει. Μετά δεν θα ξανακάτσεις για ένα μήνα…».
Δεν είχαν σταματήσει να γελούν. Ένιωθα τρόμο, ταπείνωση, αλλά και ερεθισμό που έκανε το πουλάκι μου να αρχίσει να ανταποκρίνεται…
«Βρε βρε βρε τι έχουμε εδώ;»,είπε η Άννα πονηρά. «Καύλωσε το μανάρι μου;». Με πλησίασε και μου έριξε μια γονατιά στα αρχίδια. Διπλώθηκα από τον πόνο αλλά με έπιασε από τα μαλλιά και με κράτησε όρθιο. Με το άλλο χέρι έπιασε τα αρχίδια μου: «θα καβλώνεις όταν στο επιτρέπουμε εμείς. Έτσι και ξανακαβλώσεις μόνος σου, θα στα ξεριζώσω», είπε κι άρχισε να μου στρίβει τα μπαλάκια. Ούρλιαξα από τον πόνο κι όταν με άφησε ξάπλωσα στο πάτωμα υποφέροντας.
Εκείνη ανέβηκε πάνω μου και άρχισε να στρίβει τα τακούνια της στην κοιλιά μου, στα μάγουλα, όπου είχα ευαίσθητη περιοχή. Η μπαργούμαν τις άπλωσε το χέρι για να την βοηθήσει να κρατηθεί κι εκείνη το δέχτηκε κι άρχισε να περπατά και να χοροπηδά πάνω μου. Νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω, μπορεί και να λιποθύμησα δεν ξέρω..
Ούτε που ξέρω πόσο κράτησε το μαρτύριο ξέρω μόνο ότι δεν μπορούσα να κουνηθώ για κάμποση ώρα.
«Ορίστε, κοίτα πως τον κατάντησες. Τώρα δεν μπορώ να τον βάλω δούλο στις τουαλέτες. Τι θα τον κάνω;», ρώτησε η Μαρκέλα.
«Πως κάνεις έτσι. Βάλτον στην υποδοχή να καθαρίζει τα παπούτσια των καλεσμένων με τη γλώσσα», είπε η μπαργούμαν.
«τέλος πάντων, πάρτους και τους δύο και βάλτους όπου θες. Την μικρή τι θα την κάνεις;»
«Δεν έχω αποφασίσει ακόμη, μάλλον στις πίπες θα την έχω».
Η μπαργουμαν μας έπιασε από τα αυτιά και τους δύο και πήγε να μας οδηγήσει έξω από το γραφείο.
«Μια στιγμή», είπε η Άννα. «Κάτι λείπει».
Μας πλησίασε καθάρισε τον λαιμό της και έριξε μια γενναία χλέπα στο πρόσωπό μου και στο πρόσωπο της κοπέλας.
«Τώρα είναι πιο όμορφοι», είπε κι έσκασαν στα γέλια.
Τραβώντας μας από τα αυτιά, η μπαργούμαν μας έβγαλε από το γραφείο. Αυτό που με έκανε να απορήσω ήταν ότι συνέχισε και βγήκαμε έξω και από το μπαρ. Εκεί μας περίμενε ένα ταξί. Κρατώντας μας πάντα από το αυτί, μας οδήγησε στο αυτοκίνητο:
«Άνοιξε την πόρτα», μου είπε και υπάκουσα. Στο μεταξύ στο δρόμο περνούσαν διάφοροι που μας κοιτούσαν περίεργα, καθώς η μπαργούμαν μάς τράβαγε από τα αυτιά, ενώ εγώ φορούσα μόνο μία κιλότα. Είχα κατατρομοκρατηθεί από την ξεφτίλα και τον τρόμο μην τυχόν με έβλεπε κάποιος γνωστός. Ευτυχώς όλο αυτό δεν κράτησε παρά λίγα δευτερόλεπτα.
Αφού μας τακτοποίησε στο πίσω κάθισμα κάθισε κι εκείνη μπροστά: «Στην Βουλιαγμένη», είπε στον «ταρίφα» και μόνο τότε κατάλαβα. Θα πηγαίναμε στο καλοκαιρινό beach bar που είχε, ένα αχανές μαγαζί, πάνω στην άμμο, εντελώς απομονωμένο σε μια κρυφή παραλία.
Για την περίπου μία ώρα της διαδρομής δεν ακουγόταν τίποτα, παρεκτός από το ραδιόφωνο του «ταρίφα».
Λίγο μετά τις 9.30 φτάσαμε στο μπαρ. Εκεί θα γίνονταν όλα.